ΝΕΑΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ.

Θέση καί ὀνομασία τῆς Μονῆς

῾Η «βασιλικὴ καὶ πατριαρχικὴ μονὴ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Παντοκράτορος» εἶναι κτισμένη ἐπάνω σέ βραχῶδες ἔξαρμα, στήν ἀπόληξη δασωμένης πλαγιᾶς καί σέ ὕψος 30 περίπου μέτρων ἀπό τή θάλασσα, στή βορειοανατολική πλευρά τῆς χερσονήσου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. ῾Η θέση αὐτή τῆς παρέχει τό προνόμιο μιᾶς ἐξαιρετικῆς θέας τόσο πρός τό βόρειο Αἰγαῖο, μέ ἄμεσα ὁρατή τή Θάσο, ἀλλά καί τή Λῆμνο, τή Σαμοθράκη καί, σπανιότερα, τήν ῎Ιμβρο, ὅταν ὁ καιρός εἶναι καθαρός, ὅσο καί πρός τίς νοτιοανατολικές ἀκτές τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καί τόν ἐπιβλητικό ῎Αθωνα, μέ τήν ἀπότομη κορυφή του.

Ἀεροφωτογραφία τῆς Μονῆς.

῾Η θέση τῆς Μονῆς ἐξαίρεται ἀπό ῞Ελληνες καί ξένους συγγραφεῖς καί περιηγητές. ῾Ο ᾿Ιωάννης Κομνηνός σημειώνει στό Προσκυνητάριόν του τό 1701 ὅτι «τὸ ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τοῦ Παντοκράτορος εἶναι πολλὰ εὔμορφον, διότι εὑρίσκεται εἰς τοποθεσίαν καλὴν σιμὰ εἰς τὴν θάλασσαν, περιτριγυρισμένον μὲ κάστρον στερεόν», ἐνῶ ὁ Κοσμᾶς Βλάχος σημειώνει μέ γλαφυρό ὕφος ὅτι ἡ Μονή «κεῖται ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς παραλίας τοῦ ῎Ορους στηρίζουσα τὴν βορειοανατολικὴν αὐτῆς πλευρὰν ἐπὶ κυματοπλῆγος βράχου· ὁ ὁρίζων αὐτῆς εἶναι εὐρύτατος καὶ ἡ θραυομένη πρὸ τῶν βάσεων αὐτῆς τρικυμιῶσα θάλασσα παρέχει ἄγριον καὶ ἀπολαυστικὸν θέαμα».

Στή νότια πλευρά τοῦ βραχώδους ἐξάρματος ἐπί τοῦ ὁποίου δεσπόζει ἡ Μονή, κατασκευάστηκε μικρό λιμάνι, τό ἕνα ἀπό τά δύο «μανδράκια» τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, πού ἀσφάλιζε κατά τό παρελθόν τά μικρά πλοιάρια σέ περιπτώσεις τρικυμιῶν. ᾿Εκτός τῆς θαλασσίας προσβάσεως, στή Μονή ὁδηγεῖ σήμερα δασικός δρόμος πού διανοίχθηκε ἀπό τίς Καρυές, διακλαδιζόμενος ἀριστερά ἀπό τόν δρόμο πού κατευθύνεται πρός τή Μονή ᾿Ιβήρων, μετά τή γέφυρα. Συνδέεται ἐπίσης μέ μονοπάτια, τόσο μέ τή Μονή Βατοπεδίου πρός τά βορειοανατολικά, ὅσο καί μέ τίς Μονές Σταυρονικήτα καί ᾿Ιβήρων, ἐνῶ σέ καλή κατάσταση διατηρεῖται καί τό λιθόστρωτο πού συνδέει τή Μονή μέ τήν ὑποκείμενη σ᾿ αὐτήν Σκήτη τοῦ Προφήτου ᾿Ηλιού, μέσα ἀπό μία ἐντυπωσιακή διαδρομή.

῾Η Μονή ὀνομάζεται στά ἀρχαιότερα βυζαντινά ἔγγραφα «θεῖον φροντιστήριον τοῦ παντοκράτορος σωτῆρος Χριστοῦ», καί ἀργότερα «βασιλικὴ καὶ πατριαρχικὴ μονὴ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Παντοκράτορος», ὀνομασία πού μᾶς παραπέμπει στήν, ἀρχαιότερη, ὁμώνυμή της βυζαντινή μονή πού βρισκόταν στήν Κωνσταντινούπολη, τήν περιώνυμη μονή Παντοκράτορος, στήν ὁποία μόνασαν μεγάλες μοναστικές μορφές τῆς βυζαντινῆς περιόδου. Κατέχει τήν ἕβδομη θέση στήν ἱεραρχία τῶν εἴκοσι κυρίαρχων ἀθωνικῶν Μονῶν, μετά τή Μονή Κουτλουμουσίου καί πρίν ἀπό τή Μονή Ξηροποτάμου. ῎Εχει ἀντιπροσωπεῖο στίς Καρυές, τιμώμενο ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν, ἐνῶ, σύμφωνα μέ τόν Καταστατικό Χάρτη τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ἀνά πενταετία ἀσκεῖ ἐπιστασία στήν τετράδα τῶν Μονῶν τῆς ᾿Ιβηριτικῆς πρωτεπιστασίας (Μονές ᾿Ιβήρων, Παντοκράτορος, Φιλοθέου, Σιμωνόπετρας).

Νοτιοδυτική ἄποψη τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς μέ τό λιμάνι, τούς ταρσανάδες καί τά ἐργατόσπιτα.

1. ῞Ιδρυση – Κτήτορες

῾Η Μονή ἱδρύθηκε κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος, σέ μία περίοδο πνευματικῆς ἀκμῆς τοῦ Βυζαντίου, ἀλλά καί ποικίλων ἀναταραχῶν στό πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό προσκήνιο τῆς Βασιλεύουσας. Τήν ἴδια περίοδο οἱ Σέρβοι μέ τόν Στέφανο Δουσάν κατελάμβαναν σημαντικά ἐδάφη τῆς Μακεδονίας, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι περνοῦσαν γιά πρώτη φορά στήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο καί κατελάμβαναν εὐρωπαϊκά ἐδάφη μέ τήν κατάληψη τῆς Καλλίπολης στή Θράκη.

῾Ωστόσο, ἡ ἀρχαία παράδοση τῆς Μονῆς συνδέει τήν ἵδρυσή της μέ τό ὄνομα τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Αλεξίου Α´ τοῦ Κομνηνοῦ. Στό μνημειῶδες ἔργο τοῦ Γερ. Σμυρνάκη γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος, ἡ παράδοση αὐτή ἀποτυπώνεται μέ τόν ἑξῆς χαρακτηριστικό τρόπο· «᾿Εν ἀρχαίοις ἐπί μεμβράνης διπτύχοις, ἐν τῇ Μονῇ εὑρισκομένοις, ἀναγράφονται κατ᾿ ἐπακολούθησιν δίς τά ὀνόματα, ᾿Αλεξίου καί ᾿Αλεξίου τῶν βασιλέων· ἐκ τῶν Νεαρῶν δέ τῶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ ὁσίου ᾿Ιωάννου τοῦ Καλυβίτου ἀναγραφομένων, αἵτινές εἰσιν ᾿Αλεξίου Α´ τοῦ Κομνηνοῦ· ἐκ τῶν παλαιῶν ἀμοιβαίων τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος καί Κουτλουμουσίου σχέσεων καί ἐκ τοῦ ἐν Λήμνῳ Μετοχίου, ὅπερ καλεῖται “᾿Αλεξόπυργος”, δυνάμεθα νά συμπεράνωμεν ὅτι ἡ ἵδρυσις τῆς Μονῆς ἀνάγεται εἰς τήν ἐποχήν τοῦ ᾿Αλεξίου Α´ Κομνηνοῦ (1081-1117)».

Τήν παράδοση αὐτή διασώζει καί ὁ λόγιος μοναχός καί ὑμνογράφος ᾿Ιάκωβος Νεασκητιώτης κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος· «῾Η ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορος, εἰς τιμὴν τῆς φρικτῆς τοῦ Σωτῆρος Μεταμορφώσεως τιμωμένη, εἶναι κτίσμα τοῦ βασιλέως ᾿Αλεξίου τοῦ Στρατοπεδάρχου, ὅστις ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει 1081, καθὼς τὸ χρυσόβουλλον διαλαμβάνει, ὁ ὁποῖος καὶ τὴν ἐν Πάτμῳ Μονὴν τοῦ Θεολόγου ᾿Ιωάννου ἐκ βάθρων ἀνήγειρε μεσιτείᾳ τοῦ ἁγίου Χριστοδούλου».

Εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τή θέση ὅπου κτίστηκε ἡ Μονή, προϋπῆρχε, ἤδη ἀπό τόν 11ο αἰώνα, τό μονύδριο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Χριστός Παντοκράτωρ. Φορητή εἰκόνα προερχόμενη ἀπό τή Μονή Παντοκράτορος, σήμερα στό Μουσεῖο Ἐρμιταζ στήν ῾Αγία Πετρούπολη. 14ος αἰ. Σελ. 20.

Οἱ κτίτορες

Σύμφωνα μέ τίς πηγές, καί πρωτίστως τά ἀρχαιότερα ἔγγραφα τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς, κτίτορές της ὑπῆρξαν δύο ἐπιφανεῖς Κωνσταντινουπολίτες ἀξιωματοῦχοι πού ἔδρασαν στρατιωτικά κατά τήν περίοδο αὐτή στή Μακεδονία, οἱ ἀδελφοί ᾿Αλέξιος καί ᾿Ιωάννης, οἱ ὁποῖοι κατά τήν περίοδο ἱδρύσεως τῆς Μονῆς ἔφεραν τούς στρατιωτικούς τίτλους τοῦ μεγάλου στρατοπεδάρχου καί μεγάλου πριμικηρίου ἀντιστοίχως. Οἱ στρατιωτικές τους ἐπιτυχίες καί ἡ ἐξ ἀγχιστείας συγγενική τους σχέση μέ τόν αὐτοκράτορα ᾿Ιωάννη Ε´ Παλαιολόγο τούς κατέστησαν κατόχους μεγάλων ἐκτάσεων γῆς στήν ᾿Ανατολική Μακεδονία (Χρυσούπολη, ᾿Ανακτορόπολη, Θάσος, Χριστούπολη), ἀρκετές ἀπό τίς ὁποῖες ἀργότερα δώρισαν στή Μονή.

Τό 1365 ἦταν διοικητές τῆς Χριστουπόλεως (σημερινή Καβάλα) καί μερίμνησαν ἰδιαιτέρως γιά τήν ἀσφάλεια τῶν περιοχῶν πού κατεῖχαν. Μάρτυρες αὐτῆς τῆς πρόνοιας παραμένουν τά ἐρείπια τοῦ ἐπιβλητικοῦ πύργου τοῦ Μαρμαρίου στήν ᾿Αμφίπολη, στήν ἀριστερή ὄχθη τοῦ Στρυμόνα, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε τό 1367 καί πρό τοῦ 1384 περιῆλθε στή Μονή, ὅπως προκύπτει ἀπό μία πολύ σημαντική ἐπιγραφή πού βρισκόταν ἐντοιχισμένη σ᾿ αὐτόν, ὅπου μνημονεύονται ἡ «νέα Μονή τοῦ Παντοκράτορος» —νέα προφανῶς σέ σχέση μέ τήν ὑφιστάμενη ἀπό τόν 12ο αἰώνα ὁμώνυμη Μονή τῆς Κωνσταντινουπόλεως— καί τά ὀνόματα τῶν κτιτόρων της·

῾Ο ἀκριβής χρόνος ἱδρύσεως τῆς Μονῆς δέν μᾶς εἶναι γνωστός. Εἰκάζεται, ὡστόσο, ὅτι ἡ ἀνέγερσή της πρέπει νά ἄρχισε πρό τοῦ ἔτους 1357 καί πώς πρέπει νά ἱδρύθηκε μεταξύ τῶν μηνῶν ᾿Απριλίου καί Αὐγούστου αὐτοῦ τοῦ ἔτους. Τήν ἴδια χρονική περίοδο (᾿Απρίλιος 1357) ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγος καί ὁ πατριάρχης Κάλλιστος Α´ ἐπικύρωσαν μέ χρυσόβουλλο λόγο καί σιγιλλιῶδες γράμμα ἀντιστοίχως τήν παραχώρηση ἀπό τόν Πρῶτο Δωρόθεο τοῦ Κελλιοῦ —παλαιοῦ μονυδρίου— τοῦ Ραβδούχου στίς Καρυές πρός τούς δύο ἀδελφούς. Τό Κελλί αὐτό προσαρτήθηκε λίγο ἀργότερα στή Μονή, μετά τήν ἵδρυσή της. ῾Η Μονή ἐμφανίζεται καί σέ ἁγιορειτικά ἔγγραφα τῶν ἀμέσως ἑπομένων ἐτῶν, ἐνῶ τό Καθολικό της ἐγκαινιάσθηκε, σύμφωνα μέ σωζόμενη ἐπιγραφή, τό 1362/3 ἀπό τόν πατριάρχη Κάλλιστο Α´, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀνεκήρυξε πατριαρχική, ἐνῶ ἀπό τό 1367 χαρακτηρίζεται καί ὡς βασιλική. ῾Ο ἴδιος πατριάρχης ἐξέδωσε καί τυπικό γιά τή Μονή, τό ὁποῖο δυστυχῶς ἀπωλέσθηκε, μέ τό ὁποῖο μεριμνοῦσε γιά τήν ἀνεξαρτησία καί τήν κοινοβιακή τάξη τῆς Μονῆς, καθώς καί γιά τήν πνευματική κατάσταση τῶν μοναχῶν της.

Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξύ Μαρτίου τοῦ 1368 καί Φεβρουαρίου τοῦ 1369, ὁ ᾿Αλέξιος ἀπεβίωσε, πιθανότατα ὑπερασπιζόμενος τό νησί τῆς Θάσου ἀπό τούς Τούρκους. Τό κτιτορικό ἔργο συνέχισε ὁ ᾿Ιωάννης μαζί μέ τή σύζυγό του ῎Αννα ᾿Ασανίνα Κοντοστεφανίνα, ὅπως μαρτυρεῖται σέ ἔγγραφα αὐτῆς τῆς περιόδου καί κυρίως στή μερική Διαθήκη τοῦ ᾿Ιωάννου τόν Αὔγουστο τοῦ 1384· «ἐπεὶ δὲ τοίνυν πρὸ χρόνων πολλῶν, ἔτι περιόντος τοῦ μακαριωτάτου μου ἐκείνου αὐταδέλφου, περιφανεστάτου μεγάλου Στρατοπεδάρχου, μονὴν ἀμφότεροι τῷ Παντοκράτορι Χριστῷ κατὰ τὸ περιφανέστατον καὶ λαμπρότατον ῞Αγιον ῎Ορος τοῦ ῎Αθω ἐκ βάθρων αὐτῶν ἀνεγείραμεν, ἐκείνου τε ἐφεξῆς τὸ ζῆν ἐκμετρήσαντος, μόνος αὐτὸς περιλειφθείς, τὸ λειπόμενον τῷ τῆς τελείας ἀνεπλήρωσα ἀνακτήσεως».

Οἱ κτίτορες τῆς Μονῆς Ἀλέξιος Βασιλεύς, Ἰωαννίκιος μοναχός καί Ἰωάννης ὁ Μέγας Πριμικήριος. Τοιχογραφία ἄνωθεν τοῦ τάφου τῶν κτιτόρων, στό Καθολικό. 1854.

῾Η ἀσταθής πολιτική κατάσταση καί οἱ στρατιωτικές ἐπιτυχίες τῶν Τούρκων ὁδήγησαν τόν ᾿Ιωάννη στήν ἀπόφαση νά ζητήσει ἀπό τόν Βενετό δόγη ᾿Ανδρέα Κονταρίνι τό δικαίωμα τοῦ Βενετοῦ πολίτη, τό ὁποῖο καί ἔλαβε τόν ᾿Ιανουάριο τοῦ 1374, χωρίς ὅμως νά καταφύγει ποτέ στή Βενετία. Παρέμεινε στή Μακεδονία, συνεχίζοντας τήν προάσπιση τῶν βυζαντινῶν κτήσεων πού τοῦ ἀνῆκαν, ὅπως τοῦ Μαρμαρολιμένα τῆς Θάσου, ὅπου ἀνήγειρε πύργο καί τεῖχος, ἀλλά καί τῶν δωρεῶν πρός τή Μονή του. Παρέμεινε ἐνεργός τουλάχιστον ὥς τά τέλη τοῦ ἔτους 1384, ὁπότε καί ἀποσύρθηκε στή Μονή, ὅπου ἔζησε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Μονῆς ὁ ᾿Ιωάννης ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τό μοναχικό ὄνομα ᾿Ιωαννίκιος. Μνημεῖο τῆς παρουσίας του καί τοῦ θανάτου του στή Μονή περί τό 1386/7 παραμένει ὁ «Τάφος τῶν κτιτόρων» —στή βόρεια πλευρά τῆς Λιτῆς σήμερα—, ὁ ὁποῖος καλυπτόταν μέ ψευδοσαρκοφάγο, χρονολογούμενη τόν 14ο αἰώνα, τμῆμα τῆς ὁποίας ἔχει διασωθεῖ.

 Σκήτη Προφήτου ᾿Ηλιού

Τό ἐσωτερικό τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τοῦ Προφήτου Ἠλιού, ὅπου δεσπόζει τό μεγαλοπρεπές ἐπίχρυσο τέμπλο. 1903.

῾Η ὑπαγόμενη στή Μονή Σκήτη τοῦ Προφήτου ᾿Ηλιού δεσπόζει σήμερα μέ τά πολυώροφα κτίριά της στά δασωμένα ὑψώματα, βορειοδυτικά τῆς Μονῆς καί σέ ἀπόσταση πεζοπορίας 30 λεπτῶν ἀπό αὐτήν, μέσα ἀπό μία ἐξαιρετικά ὄμορφη διαδρομή.

Στήν περιοχή αὐτή πρίν ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος ὑπῆρχαν λίγα κελλιά, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό Κελλί τοῦ Προφήτου ᾿Ηλιού, τό ὁποῖο ἀνοικοδομήθηκε καί μετατράπηκε στήν ὁμώνυμη Σκήτη τό 1757 ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, τή σημαντικότερη μορφή τοῦ σλαβικοῦ μοναχισμοῦ κατά τόν αἰώνα αὐτό, μεταφραστή τῆς Φιλοκαλίας καί μεταφορέα τοῦ φιλοκαλικοῦ πνεύματος στό σλαβικό κόσμο. ῾Ο ὅσιος Παΐσιος εἶχε ἐγκατασταθεῖ στήν περιοχή τῆς Μονῆς τό 1746 καί σύντομα προσείλκυσε κοντά του μεγάλο ἀριθμό μοναχῶν, γεγονός πού εὐνόησε τή δημιουργία τῆς Σκήτης, μέ βάση τούς κανόνες τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος. ῎Αν καί δέν μαρτυρεῖται ἡ ὕπαρξη Κανονισμοῦ γιά τή λειτουργία τῆς Σκήτης, ὡστόσο αὐτή ἀναγνωρίσθηκε καί ἀπό τόν ἐγκαταβιοῦντα τότε στή Μονή πρώην οἰκουμενικό πατριάρχη Σεραφείμ Α´. ῾Η αὔξηση τῶν μοναχῶν τῆς ἀδελφότητας τοῦ Παϊσίου, τόν ὁδήγησε στήν ἀπόφαση νά ἐπανδρώσει μαζί μέ τή συνοδεία του τήν ἐγκαταλελειμμένη ἐξαιτίας τῶν χρεῶν της Μονή Σίμωνος Πέτρας τό 1762, ἀπ᾿ ὅπου, ὅμως, ἀναγκάστηκε νά ἀναχωρήσει μετά ἀπό ὀλιγόμηνη παραμονή. Τελικά, μετά ἀπό σύντομη ἐπιστροφή στή Σκήτη τοῦ Προφήτου ᾿Ηλιού, ἀναχώρησε γιά τή Βλαχία, ὅπου ἔδωσε νέα πνοή στό σλαβικό μοναχισμό.

Μετά τήν ἀναχώρησή του ἡ Μονή παραχώρησε τά οἰκήματα τῆς Σκήτης σέ ῞Ελληνες μοναχούς καί ἡ Σκήτη μετατράπηκε σέ ἰδιόρρυθμη. Σέ αὐτή τήν κατάσταση παρέμεινε ὥς τήν ᾿Επανάσταση τοῦ 1821, ὁπότε καί ἐρημώθηκε. Μετά τήν ἀποχώρηση, ὅμως, τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων τό 1835, ἐγκαταστάθηκε στή Σκήτη ὁ Ρῶσος μοναχός ᾿Ανίκητος μέ δεκαπενταμελῆ συνοδεία. ᾿Επακολούθησε μία περίοδος προστριβῶν μεταξύ τῆς Μονῆς καί τῶν Ρώσων μοναχῶν τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἔληξε τό 1839, ὕστερα ἀπό διαμεσολάβηση τοῦ Κωνσταντίνου Σπανδωνῆ καί τοῦ διερμηνέα τοῦ Ρωσικοῦ Προξενείου στή Θεσσαλονίκη Πετροσέσκυ, ὁπότε «ἐγένετο συμβόλαιον κανονίζον τὰς τῆς κυριάρχου Μονῆς καὶ σκήτης σχέσεις, ὅπερ ἐπεκυρώθη καὶ ὑπὸ τῆς ἱερᾶς Κοινότητος».

Ἡ σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιού.

῾Η κατάσταση στή Σκήτη μεταβλήθηκε κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰῶνος, ὅταν ὁ Ρῶσος Δικαῖος Τωβίας ἐπεχείρησε, στό πλαίσιο τοῦ ὀργιάζοντος τότε πανσλαβισμοῦ, νά ἐπεκτείνει τό κτιριακό συγκρότημα τῆς Σκήτης καί νά ἀνεγείρει νέο, μεγάλων διαστάσεων, Κυριακό. ᾿Εντέλει, μετά ἀπό μακρούς δικαστικούς ἀγῶνες, ὁ Τωβίας κατόρθωσε νά ἐπιτύχει τήν ἔγκριση γιά τήν ἀνέγερση νέων οἰκοδομῶν καί τήν ἐγκαταβίωση στή Σκήτη 130 μοναχῶν καί 20 δοκίμων. Τό 1893 θεμελιώθηκε νέα πενταώροφη πτέρυγα, ἐνῶ τό 1900 ὁ Ρῶσος ναύαρχος Βιρίλωφ καί ὁ πατριάρχης ᾿Ιωακείμ Γ´ θεμελίωσαν τό νέο ἐπιβλητικό καί πολυτελῆ Κυριακό ναό τῆς Σκήτης. Παρά ταῦτα ἡ ἔνταση καί ἡ ἀντίδραση στά διενεργούμενα σχέδια τῶν Ρώσων μοναχῶν τῆς Σκήτης ἀποτυπώνεται στή φράση τοῦ Γερ. Σμυρνάκη· «ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν ἐν τέλει ἡ ἀνάπτυξις καὶ ἡ αὔξησις τῆς σκήτης, ἥτις, ἐνῷ εἶναι μεγαλοπρεπὴς καὶ πολυάνθρωπος Μονή, κατ᾿ εὐφημισμὸν καὶ πρὸς χλευασμὸν τῶν ἀνεχομένων αὐτὴν καλεῖται σκήτη».

Μετά ἀπό μία περίοδο ὕφεσης καί παρακμῆς κατά τή διάρκεια τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, ἡ Σκήτη τοῦ Προφήτου ᾿Ηλιού ἐπανδρώθηκε τό Μάιο τοῦ 1992 ἀπό τή φιλόθεο καί φίλεργο συνοδεία τοῦ δραστηρίου Γέροντος καί Δικαίου αὐτῆς, ἀρχιμανδρίτου κ. ᾿Ιωακείμ (Καραχρήστου), γεγονός πού σηματοδότησε τήν ἀπαρχή μιᾶς νέας περιόδου ἀκμῆς καί πνευματικῆς ἀνθήσεως τῆς Σκήτης.

error

Enjoy this blog? Please spread the word :)

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο