ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ
(Μέ τή συμπλήρωση ἑπτά ἐτῶν ἀπό τῆς κοιμήσεώς του † 10-8-2018)
Ὁ ἁγιασμός εἶναι ὁ ὕψιστος στόχος τῆς ζωῆς. Τό «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι»,(Α΄Πέτρ. 1, 16). Γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτός ὁ στόχος δέν ἔφυγε ποτέ ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ Μητροπολίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Θεοδωρουπόλεως Γερμανοῦ, τοῦ μετά τῶν ἁγίων πλέον ἐν οὐρανοῖς αὐλιζομένου.
Ἦταν ἡ ἀθόρυβη καί ἁγιοπρεπής παρουσία στό μαρτυρικό Φανάρι. Μυρίπνοο ἄνθος τῆς μυστικῆς ἁγιοπατερικῆς ἀρετῆς. Πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα σέ πολυπληθές, ἀλλογενές καί ἀλλόθρησκο περιβάλλον τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως. Καί ἐπειδή ἡ θεία Χάρις ὅταν τό θελήσει, τίποτα δέν μπορεῖ νά τῆς σταθεῖ ἐμπόδιο, πληροφοροῦσε τίς καρδιές καί αὐτῶν τῶν ἀλλοθρήσκων Τούρκων γιά τήν ἀξία αὐτῆς τῆς φωτοφόρου ψυχῆς, ἡ ὁποία κατοικοῦσε σ᾿ ἐκεῖνο τό καχεκτικό ἀπό τήν ἄσκηση σῶμα. Τόν ἀγαποῦσαν ἀληθινά καί τοῦ ἐκδήλωναν βαθύ σεβασμό. Τόν ἀποκαλοῦσαν ‘’Ἀζiζ Γερμανό’’, δηλαδή ἅγιο Γερμανό.
Μᾶς ἔλεγε ὁ ἀοίδιμος ἡγούμενος τῆς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Τατάρνης καί γνήσιος φίλος τοῦ Πατριαρχείου, Ἀρχιμανδρίτης Δοσίθεος Κανέλλος, ὅτι γνωστοί του ἄνθρωποι ἔγιναν αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες, ὅταν βγαίνοντας στή γειτονιά ἀπό τό σπίτι του στό Τζιχανγκίρ ὁ Γέροντας, σηκώνονταν οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Τουρκάλες πού κάθονταν ἔξω καί λέγανε, ‘’Ἀζiζ Γερμανός γκελίορ’’, δηλαδή περνᾶ ὁ ἅγιος Γερμανός. Λίγο εἶναι νά εἶσαι κληρικός τοῦ Πατριαρχείου μέσα στήν Κωνσταντινούπολη καί νά ἀπολαμβάνεις τέτοιου σεβασμοῦ ἀπό μουσουλμάνους;
Ἦταν «μανικός ἐραστής»,(Κλίμαξ 30, 11) τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ Δεσπότης πού δαπανοῦσε γιά τόν ἑαυτό του τόσα, ὅσα ἦσαν ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή του. Τό μεγαλύτερο μέρος τό ἔδινε γιά νά συντηρηθοῦν ἐνδεεῖς ὁμογενεῖς καί Τοῦρκοι.
Ὁ Γερμανός ἀπό τήν ἀρχή τράβηξε ἀταλάντευτα τόν δρόμο τῆς νήψεως καί γενικά τῆς ἀσκήσεως. Τιμοῦσε τούς πάντες καί δέν ὑποτιμοῦσε κανένα. Ὡς ὄντως ἡγιασμένος, δέν συνειδητοποίησε ποτέ ὅτι ἀποτελοῦσε τιμή γιά τή Μητέρα Ἐκκλησία. Ὅτι ἦταν τό ἅγιο κόσμημά της. Διακρινόταν καί μέ τή φυσική του ἁπλῶς παρουσία ὡς κεχαριτωμένος παρά Θεοῦ. Ἀλλά μέ τήν παρρησία τῶν προσευχῶν του, ἦταν προστασία γιά τό Πατριαρχεῖο καί τήν ὁμογένεια τῆς Πόλης. Ἡ προσευχή του ἦταν μιά μυστική θεία σκέπη πάνω ἀπό τό Φανάρι καί τήν ὁμογένεια.
Εἶχε στόμα καθαρό. Ἦθος ἀκατηγόρητο, ἀδαμάντινο, εὐῶδες. Ἦταν ἀπαθής σέ ὑποτιμητικές συμπεριφορές. Ταπεινή λειτουργική παρουσία μέ τήν πλέον λιτή ἀμφίεση, ὅπως καί στίς ἐκφωνήσεις, στίς κινήσεις, στήν ὅλη του στάση ὡς ἱερουργοῦ. Ἐπιλογή του ἦταν τό νά χανόταν ἀνάμεσα στούς τελευταίους ὅταν συμμετεῖχε σέ διάφορες ἐκδηλώσεις. Εὐτυχισμένος μέσα στήν ἀγαπημένη του ἀφάνεια. Εἶχε βλέμμα σάν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ πού μαρτυροῦσε τήν ἐσωτερική του καθαρότητα. Τό δέ χαμόγελό του μόνιμο καί φωτεινό ὡς ὄντως οὐράνιο.
Εὑρισκόμενος ὁ Κύριος στήν Καπερναούμ, ρωτήθηκε ἀπό τούς μαθητές «τίς ἄρα μείζων ἐστίν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν; Καὶ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Καί ὅς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἐν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται», (Ματθ. 18,1-5).
Αὐτά πού λέγει ὁ Κύριος, βρῆκαν ἀπόλυτη ἐφαρμογή στό πρόσωπο τοῦ Θεοδωρουπόλεως Γερμανοῦ. Τόσο ἀπόλυτη, πού ὁ καθαρός, ὁ ἄδολος, ὁ ἀπονήρευτος, ὁ ἀθῶος, ὁ παιδικός διά Χριστόν ψυχικός του κόσμος, ἀποτυπώθηκε στή μορφή του καί τήν ἔκανε ἀπόλυτα σεβαστή, πνευματικῶς ἐράσμια, ποθητή κατά τό ἀναφερόμενο στό βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, «ἀρκεῖ μοι μόνον τὸ βλέπειν σε πάτερ». Κατά δέ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, «Τίς σε ἰδὼν ούκ ἠγάπηκε; Τίς δὲ συντυχὼν οὐ γεγλύκαται;». Καί ὡς πρός αὐτό, ἡ ἁγιότητα τοῦ Γερμανοῦ ὑπῆρξε ἀποδεικτική τῶν ὅσων παραπάνω εἶπε τό Στόμα τῆς ἀληθείας, ὡς ἀπάντηση στό ἐρώτημα «τίς ἄρα μείζων ἐστιν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Τήν ὑπεροχή τῆς μυστικῆς ἁγιότητός του, ἐπρόδιδε διά τοῦ μονίμου αὐτοῦ ἐξωτερικοῦ σημείου ὁ Κύριος. Χάρισμα τό ὁποῖο δέν τό δίδει σέ ὅλους τούς ἁγίους Του. Ἐνῷ ἦταν ἅγιοι, ἔφεραν τά ὅποια φυσικά τους ἐξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τά ὁποῖα μπορεῖ καί νά μήν ἦσαν καθόλου ἱλαρά, κι αὐτό βέβαια βοηθοῦσε στό νά κρύβουν τήν ἀρετή τους. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ ἐπισκόπου Γερμανοῦ, ὁ Κύριος τή φανέρωνε καί διά τοῦ ἐξωτερικοῦ αὐτοῦ στοιχείου, διότι ὁ ἴδιος δέν κινδύνευε ἀπό ἔπαρση ὡς τῇ ἀληθεία ταπεινός, ἀλλά καί οἱ βλέποντες ὠφελοῦντο.
Ὅταν ὁ Κύριος εἶδε νά ἔρχεται πρός αὐτόν ὁ Ναθαναήλ τόν ὁποῖο εἶχε βρεῖ ὁ Φίλιππος καί τοῦ μίλησε περί Αὐτοῦ προτρέποντάς τον νά τόν γνωρίσει, εἶπε ὡς Καρδιογνώστης τό ἰδιαιτέρως τιμητικό, «ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἐστι» (Ἰωάν. 1,47). Τό ἴδιο χωρίς ἀμφιβολία ταίριαζε στόν ἄδολο Γερμανό. Οἱ τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διάκονοι ὅλων τῶν βαθμῶν, οἱ καί φύλακες τοῦ Θεσμοῦ καί τῶν πατρώων σεβασμάτων τοῦ Γένους στή Βασιλεύουσα, εἶχαν τήν εὐλογία νά συνυπάρχουν μέ ἕνα ἀληθινό «Ναθαναήλ»! Ἡ Χάρις πού μονίμως ἐνοικοῦσε στήν ψυχή καί τό σῶμα του, ἀναπαύθηκε πάνω του γιά τούς «ἐν κρυπτῷ» ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Τοῦ ἁρμόζει τό τοῦ γνωστοῦ ὁσιακοῦ ἀπολυτικίου, «νηστεία ἀγρυπνία προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβών».
Ἀναπαύθηκε πάνω του ἡ Χάρις γιά τήν ἀγγελική του καθαρότητα, καί ἐννοοῦμε αὐτήν τήν σέ ἐπίπεδο λογισμῶν, ἀποδεδειγμένη τοῖς πᾶσι ἀφοῦ οὔτε μέ λόγο, οὔτε μέ ἔργο ἐκδηλώθηκαν ἔστω ἐνδείξεις γιά τό ἀντίθετο. Ἡ καθαρότης τῶν λογισμῶν εἶναι τό κριτήριο τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος, διότι ἀπό αὐτούς ἀρχίζουν ὅλα. Ὁ καλός λογισμός ἐάν ἐπιτευχθεῖ καί γίνει ἀπό τόν ἀγωνιστή διαρκές βίωμα, ἐξασφαλίζει τήν ψυχική του εὐταξία, διότι δέν μολύνεται οὔτε ἀπό κατάκριση, οὔτε ἀπό ἡδυπάθεια, οὔτε ἀπό καμμιά προσβολή οἱουδήποτε πάθους. Γι᾿ αὐτό ἔχει χαρισματική εἰρήνη Χριστοῦ, τήν ὁποία δίδει ὁ Ἴδιος ὅπως εἶπε, «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. 14, 27), καί μπορεῖ καί σιωπηλός ἀκόμη νά μεταδίδει εἰρήνη.
Γιά νά καταδειχθεῖ ὁ καλός του λογισμός, ἄς ἀναφερθεῖ τοῦτο τό συγκινητικό γεγονός: Κάποτε τοῦ ἔκλεψαν στό δρόμο τό πορτοφόλι, μά δέν λυπήθηκε γιά τήν ἀπώλεια, ἀλλά γιά τόν δράστη ὁ ὁποῖος γιά νά τό κλέψει εἶχε μεγάλη ἀνάγκη καί δυστυχῶς δέν εἶχε μέσα περισσότερα χρήματα γιά νά βοηθηθεῖ! Καί δέν θά τό ἔλεγε αὐτό ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ἐλεῶν ὁσιώτατος Γέρων, ἀλλά ἔπρεπε νά πληρώσει τό ταξί πού τόν πῆγε στό Πατριαρχεῖο καί ἀναγκάσθηκε νά ζητήσει χρήματα! Εἶχε ἐπιτύχει ἀπόλυτα αὐτό πού ὁ ὅσιος Παΐσιος προέτρεπε· νά γίνει δηλαδή «ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν». Εἶχε μόνιμη τή χριστιανική ἀγάπη μέ ὅλα της τά γνωρίσματα, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά εἶναι καί τό ὅτι ἡ ἀγάπη «οὐ λογίζεται τὸ κακόν» (Κορνθ. Α΄,3,15).
Ἀναπαύθηκε πάνω του ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ γιά τήν καλλιέργεια ὅλων τῶν ἀρετῶν, μηδεμιᾶς ἐξαιρουμένης. Ὅλος ὁ κατάλογος τῶν ἐν Χριστῷ ἀρετῶν εἶχε γίνει κτῆμα του. Σέ καμιά δέν ὑστεροῦσε. Αὐτός ὁ μέγας ἆθλος, σέ μιά τέτοια πολυάνθρωπη πόλη, ἀπαιτοῦσε ἀστήρευτο φιλότιμο γιά νά καταβληθεῖ ἕνας τέτοιος ἰσόβιος κόπος. Ἀλλά ἐπειδή τό φιλότιμο ὑπῆρχε μέσα του ὑπερεκπερισσοῦ, λόγῳ τῆς ὁλοθύμου του προαιρέσεως, ἦταν καί τό «φορτίον ἐλαφρόν» (Ματθ. 11,30) κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου. Δηλαδή οἱ κόποι καταβάλλονταν μέ προθυμία καί χαρά, συνεπικουρούσης φυσικά τῆς θείας Χάριτος.
Ἡ φυσική του παρουσία βεβαίωνε μόνο τόν μεγάλο νηστευτή! Τά εἴδη ὅμως τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων του παρέμειναν ἀθέατα, μυστικά, προστατευμένα ἀπό τή μεγάλη καί ἀληθινή του ταπείνωση. Ἄν σκεφθεῖ κανείς ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ «στολή τῆς Θεότητος» (ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος), ἡ βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀσφάλεια καί ἡ σφραγίδα γνησιότητός τους, καταλαβαίνει γιατί ὁ Θεός «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» καί «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Ἰακ. 4,6), γιατί δίνει τή χάρη του μόνο στούς «ταπεινούς τῇ καρδίᾳ». Ἄλλωστε θέλησε ὁ Ἴδιος νά πληροφορήσει τόν ἄνθρωπο πῶς θά βρεῖ τήν ψυχική του ἀνάπαυση, βιώνοντας τό «μάθετε ἀπ᾿ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. 11,29).
Ὅλοι οἱ Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν μεγάλο βάρος στήν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς ἀρετῆς. Θεολόγησαν περί αὐτῆς, εἶδαν θαύματα ἀπό αὐτήν, κατέγραψαν θαυμαστές διηγήσεις παρατηρώντας τήν ἐφαρμογή της, προέβαλαν ἀμέτρητα παραδείγματα ταπεινῶν καί τόνισαν τή φανέρωση τῆς θείας εὐαρέσκειας. Μετέχοντας ὁ ἐπίσκοπος Γερμανός ὁλόψυχα στήν παραδοθεῖσα ἀπό τόν Χριστό στούς ἀνθρώπους διά τοῦ παραδείγματός Του ἄκρα ταπείνωση, ἐγεύετο διαρκῶς τόν πνευματικό γλυκασμό της. Μιά τέτοια γεύση εἶναι γεύση παραδείσου, ἡ ὁποία δέν ἀφήνει καθόλου περιθώριο γιά νά ἐνεργήσει στήν ψυχή ὁ ἀντίδικος. Γράφει στήν Κλίμακά του ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης· «Οὐ γὰρ κόποις, ἀλλ᾿ ἁπλότητι καὶ ταπεινώσει ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται» (Κλῖμαξ, λόγ. 26). Ὁ ὁσιώτατος πατήρ εἶχε τή μακαρία ἁπλότητα καί τήν ἁγία ταπείνωση παράλληλα πρός τούς ἀσκητικούς κόπους.
Ἄκρως ταπεινός ὑπάρχων διά τόν ταπεινόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἡ σκέψη του εἶχε γίνει Χριστοσκέψη. Ὁ λόγος του, Χριστοῦ λόγος. Οἱ πράξεις του Χριστοπράξεις. Δηλαδή εἶχε ἦθος Χριστοειδές, διότι μέσα του ἔλαμπε τό «θεοειδές κάλλος», τό ὁποῖο ἀντιλαμβάνονταν, ἔνοιωθαν καί θαύμαζαν οἱ ταπεινοί φιλάγιοι, «καθώς ἠδύναντο». Αὐτό ποῦ ψάλλουμε στό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «τό ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν», τό ἐφάρμοσε στή ζωή του καί μᾶς τό ἐδίδαξε πρακτικά. Ποῦ; Στήν ἴδια Πόλη ὁπου διέλαμψε ὡς Ἀρχιεπίσκοπος ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος καί φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ἔνθεο ἦθος του, τόν ἔκανε νά βιώνει διαρκῶς τήν ἀναφαίρετη -κατά τήν Κυριακή ὑπόσχεση- χαρά· «τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἵρει ἀφ ὑμῶν» (Ἰωάν. 16,22). Ζοῦσε τή χαρά τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας πού τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ ἠγαπημένος του Κύριος Ἰησοῦς, περί τῆς ὁποίας εἶχε βεβαιώσει τούς μαθητές Του· «ἐὰν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ἰωάν. 8,36) . Γι᾿ αὐτό καί ἡ κατήφεια δέν εἶχε σχέση μέ τήν ἁγία του μορφή, ἀφοῦ καί στά συναισθήματά του κυριαρχοῦσε ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ.
Ὡς «πρᾷος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» μιμούμενος τόν Κύριο, εἶχε ἐπιτύχει τῆς θείας δωρεᾶς του, δηλαδή τλο «καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἀνάπαυση ἦταν ἡ πηγή τῆς χαρᾶς του. Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τό χωρίο αὐτό, γράφει· «Ὁ μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ δεδουλωμένος, ἔξω καθίσταται τῶν παρά τοῦ Θεοῦ καλῶν, τῇ διηνεκεῖ κολάσει παραδιδόμενος, ὁ δὲ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν ἀπολαύσας, καὶ υἱοῦ τάξιν καταστάς, διηνεκῆ τῶν παρὰ Θεοῦ ἀγαθῶν δέχεται τὴν ἀπόλαυσιν».
Ἡ εὐγένειά του ἦταν παροιμιώδης. Δέν ἦταν ἐπιτηδευμένος τρόπος συμπεριφορᾶς πού κυριαρχεῖ στόν κόσμο, ἀλλά γνήσια ἐκδήλωση τῆς ἐκ τῆς ἁγιότητος εὐγενοῦς ψυχῆς του. Ὁ τρόπος πού κοιτοῦσε, πού μιλοῦσε, πού ἐκινεῖτο, πού διατύπωνε τή γνώμη του ὅταν τοῦ τή ζητοῦσες -διότι ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχομένης σιωπῆς- ἦταν τρόπος δηλωτικός τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τούς ὁποίους ἦταν καταστολισμένος.
Στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο ψάλλουμε «ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες». Αὐτό τό εἶχε ἐπιτύχει ὁ πολυθαύμαστος Γερμανός, σέ βαθμό πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό κατανοήσουμε. Εἶχε ἀποξενωθεῖ ἀπό τό ὑλικό φρόνημα τοῦ κόσμου ἐνῷ ζοῦσε μέσα στόν κόσμο καί εὐεργετοῦσε καί πονοῦσε γι αὐτόν μέ πόνο ἀποστολικό, πατερικό. Εἶχε ξενωθεῖ τοῦ κόσμου καί εἶχε μεταθέσει τόν νοῦ του στόν οὐρανό. Πιστός στήν τήρηση τῆς ἀποστολικῆς προτροπῆς «τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολασ. 3,2). Μέ λόγια τοῦ ὑμνῳδοῦ, ἦταν «ἐπίγειος ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος». Μέσα στήν ἀφάνεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως κινήθηκε μέ ἄνεση, ἀξιοποιώντας τόν χρόνο του, καί σκόρπισε τίς εὐεργεσίες διά τῆς θαυματουργικῆς του μυστικῆς προσευχῆς, ἀφανῶς. Τό ἀρχαῖο ‘’λάθε βιώσας’’, ἦταν προσωπική ὁλόψυχη ἐπιλογή τοῦ ἁγίου πατρός, μιμούμενος παμποθήτως ἀναρίθμητες ἱερές μορφές τοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἁγιολογικοῦ καταλόγου.
Ἕνα ταπεινό διαμέρισμα τῆς πολυθόρυβης Πόλης, εἶχε γίνει κελλί τῆς πάλαι μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων, καλύβη τῶν ἁγιορείτικων Καρουλίων, ἀσκητήριο τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, τῆς Θηβαΐδας τῆς Αἰγύπτου καί τοῦ Βορρά, τῆς Νιτρίας, τῆς ἐρήμου τῆς Παλαιστίνης… Ἦταν ἐρημίτης, διότι ζοῦσε τήν ἔρημο μέσα στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπως ἦταν ἐρημίτης ὁ ἅγιος Πορφύριος πού ζοῦσε τήν ἔρημο στήν Ὁμόνοια τῆς Ἀθήνας.
Ἡ ζωή του ἄντεχε στά αὐστηρότερα καλογερικά κριτήρια, διότι εἶχε σταθερές ἀρχές ὡς τέλειος ὑποτακτικός ἑνός ὑποδειγματικοῦ Καππαδόκου Γέροντος, τοῦ Μητροπολίτου Δέρκων Ἰακώβου Παπαπαϊσίου (1885-1980), τίς ὁποῖες κράτησε σέ ὅλη του τή ζωή, ὡσάν νά ζοῦσε καί τοῦ ἔδινε λεπτομερή καθημερινή ἀναφορά! Γι αὐτό καί συχνά μιλοῦσε μέ βαθύ σεβασμό γι᾿ αὐτόν, ἀναγνωρίζοντάς τον ὡς θεμελιωτή καί οἰκοδόμο τῆς ὅλης του συγκροτήσεως καί ἐν Χριστῷ ζωῆς του. Ἄλλωστε οἱ Τοῦρκοι, καί τόν Γέροντά του Ἰάκωβο ἀποκαλοῦσαν «Ἀζiζ Ἰάκωβο». Αὐτό τό κατανοοῦν σέ βάθος, μόνο ὅσοι ἔζησαν στήν ἁγία ὑπακοή. Ὑπακοή χωρίς παρενθέσεις καί κρατούμενα, χωρίς ἀποκρύψεις διαλογισμῶν, χωρίς σκοπιμότητες. Μόνο ὅσοι πίστεψαν, ἐμπιστεύθηκαν καί «ἠγάπησαν εἰς τέλος» τόν γέροντά τους. Ἡ μυστική πνευματική διαθήκη τοῦ Γέροντος, μόνο σέ αὐτούς ἀνοίγεται μετά τήν κοίμησή του. Οἱ ἄλλοι, οἱ κατ᾿ ὄνομα μόνον ὑποτακτικοί, ὅποιοι καί νά εἶναι, κληρονομοῦν μόνο ὄνομα καί ὑλικά πράγματα. Ὄχι ὅμως πνευματική διαθήκη!
Νά γιατί οἱ ἀληθεῖς στό Ἅγιον Ὅρος ὑποτακτικοί, καθώς καί οἱ γεροντάδες πού οἱ ἴδιοι ὑπῆρξαν καλοί ὑποτακτικοί, ἔβλεπαν τόν Γερμανό μέ τήν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς συγγενείας. Εἶχαν τό πνευματικῶς «ὁμόηθες» καί «ὁμόγλωσσο» στήν καλογερική, κατά τούς ὅρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἱστορίας, γι᾿ αὐτό καί μποροῦσαν νά συνομιλήσουν καί νά συνευφρανθοῦν πνευματικά ὅταν βρισκόταν στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Μποροῦσαν καί μέ μόνο τό βλέμμα νά ἐπικοινωνήσουν, διότι ἡ Χάρις ἔχει καί μυστική γλῶσσα τέτοια, πού κάποιες φορές οὔτε τό βλέμμα χρειάζεται! Ἀλληλοπληροφοροῦνται καί ἀλληλογνωρίζονται οἱ καρδιές, ὅπως διαβάζομε στά πατερικά κείμενα.
Ἀναπαύθηκε πάνω του ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, διότι δέν χόρταινε νά εἶναι διαρκῶς προσευχόμενος, διαρκῶς ταπεινούμενος, διαρκῶς εὐεργετῶν τόν πλησίον του ὑλικῶς καί πνευματικῶς μέχρι καί πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του. Κυρτός ἦταν τά τελευταῖα χρόνια «ὡς ἐλαία κατάκαρπος», ἀλλά εἶχε ἀκόμη τήν ἴδια ἐλεήμονα διάθεση. Τόν ἴδιο ζῆλο στόν πολύπλευρο πνευματικό του ἀγῶνα. Συνέχιζε νά πράττει τό ἀγαθό στό μέτρο πού ἄντεχε, ὑποβοηθούμενος ἀπό μιά ἐκλεκτή ψυχή, διότι ὡς ἀληθινός ἅγιος ἤθελε νά κενώνει ὡς τό τέλος τόν ἑαυτό του. Ἡ ἀγάπη του ἐπεκτεινόταν καί στούς κεκοιμημένους. Ἀπό τίς συγκινητικότερες φωτογραφίες πού ὑπάρχουν, εἶναι αὐτή πού συγκύπτων καί ὑποβασταζόμενος μέσα σέ κοιμητήριο, φορώντας τά γνωστά ἄμφια (ἐπιτραχήλιο καί ὠμοφόριο), ἔκανε τρισάγια στούς τάφους.
Ἐπειδή οἱ ἅγιοι ἔχουν κοινά βιώματα καί γνωρίσματα, τό εἴδαμε αὐτό καί στή ζωή τῶν συγχρόνων μας ἀνακηρυχθέντων ἁγίων Πορφυρίου, Παισίου, Ἰακώβου, Ἀμφιλοχίου, Εὐμενίου, καθώς καί στή ζωή τῶν λοιπῶν ἐπίσης συγχρόνων μας ἁγίων τῶν ὁποίων ἀναμένεται ἡ ἀνακήρυξη. Μέ σοβαρότατα προβλήματα ὑγείας ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἄγγιξαν πολλές φορές τόν θάνατο, δέν σταματοῦσαν νά εὐεργετοῦν μέ ἔργα, μέ λόγια καί μέ προσευχές τόν πονεμένο καί ἀναγκεμένο ἄνθρωπο, ἀλλά καί τούς κεκοιμημένους. Κένωναν τόν ἑαυτό τους, ἀκόμη καί πάνω στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Ἀσύλληπτο εἶναι σέ μᾶς τέτοιο εὗρος τῆς πρός Χριστόν ἀγάπης τους, ἀσύλληπτη τέτοια θέρμη θείου ἔρωτος, γι᾿ αὐτό καί ἀσύλληπτο τό βίωμα τέτοιου θαύματος.
Ὁ ὅσιος Πατήρ ἦταν καί τακτικώτατος ἱερουργός. Καί πῶς νά μήν ἦταν! Ὅταν ἔχεις κέντρο τῆς ζωῆς σου τόν Χριστό, δέν μπορεῖς παρά νά ἔχεις καί τό ἅγιό Του θυσιαστήριο. Ὅταν ὁ λειτουργός εἶναι ἅγιος, θέλει νά λειτουργεῖ ὅσο πιό τακτικά γίνεται. Ἐάν εἶναι καί ἐπίσκοπος, τοῦτο εἶναι δηλωτικό τῆς ἀρετῆς του. Ἡ τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι γι᾿ αὐτόν ἡ μεγαλύτερη δίψα τῆς ψυχῆς του. Εἶναι ἡ ποθεινότερη τροφή τῆς ψυχῆς καί ἡ μεγαλύτερη ἀγαλλίασή της. Ὁ ἅγιος ἱερωμένος δέν ἀντέχει συνειδησιακά νά ἀφήνει ἀνενέργητη τήν ἱερωσύνη του. Δέν τό βλέπει ὡς ἕνα πρέπει, ἀλλά ἐπειδή τό θέλει, τό ποθεῖ διακαῶς. Γνωρίζει ὅτι ἡ ἰσχυρότερη προσευχή γιά ζῶντες καί κεκοιμημένους εἶναι στή Θ. Λειτουργία.
Ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος: «Ὁ ἱερεύς ἐκτός ἀπό τή χάρη τῆς ἱερωσύνης πρέπει νά ἔχει καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἁπλῶς νά ἁγιάζει τούς πιστούς, ἀλλά καί ὁ ἴδιος νά εἶναι ἁγιασμένος, γιά νά βοηθάει διπλά». Ὁ ἱερός Γερμανός δέν ἦταν ἁπλῶς ὁ λειτουργός, ἀλλά ὁ ἅγιος λειτουργός. Λειτουργοῦσε ἀκατακρίτως, γι᾿ αὐτό καί «βοηθοῦσε διπλά». Ἡ προσευχή του αὐτή θαυματουργοῦσε γιά τούς ζῶντες μέχρι τά πέρατα τοῦ κόσμου. Ἡ κατάλυση τοῦ ἁγίου Ποτηρίου, ἦταν τίς περισσότερες φορές γιά τόν ἀσκητή καί σωματική συγχρόνως τροφή, διότι ἡ κοινωνία του μέ τόν ἠγαπημένο Κύριο τόν γέμιζε ψυχοσωματικά. Αὐτό τό ἀσκητικό καί ἁγνό σῶμα πού γινόταν ἀξίως θεοδόχο τῆς Θείας Κοινωνίας ὅπως καί ἡ ἁγία του ψυχή, εἶναι δυνατόν νά μήν ἀποτελεῖ πλέον ἅγιο λείψανο; Ναί. Καί ἅγιο λείψανο εἶναι καί πρέπει νά τιμηθεῖ ὡς τέτοιο ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα.
Εἶναι δυνατόν νά ἦταν ὁ τόσος ἀγῶνας του ἀπαράκλητος; Εἶναι δυνατόν αὐτό τό ταπεινό διαμέρισμα νά μήν ἔγινε Σινά καί Θαβώρ; Κανείς δέν θά τό μάθει ποτέ, διότι ποτέ δέν εἶπε τίποτε σέ κανένα. Ὁ «Ἀζiζ Γερμανός» ἦταν ὁ μεγάλος σιωπηλός διδάσκαλος τοῦ «ἐν τῷ κρυπτῷ» ἀγῶνος πού ζητᾶ ὁ Κύριος. Αὐτός ὁ κρυφός ἀγωνιστής, ἐπειδή ἦταν τόσο ταπεινός, δέν μίλησε ποτέ περί θείων «παρακλήσεων – σημείων». Μόνο ἄν κάτι ἴσως θά τοῦ ξέφυγε, ἤ ἀπέτυχε νά τό κρύψει, ὅπως μιά περίπτωση διοράσεως πού ἡ δικαιολογία του δέν ἔπεισε καί τήν ὁποία καταγράφει ὁ ἀείμνηστος π. Δοσίθεος Κανέλλος ὡς ἑξῆς: «Κυριακή μετά τό γενέσιον τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου). Ναός τῆς Παναγίας στό ‘’Παλαιό μπάνιο’’ (δηλ. πλησίον τῆς ‘’Παλαιᾶς φυλακῆς’’) στό ‘’Διπλοκιόνιον’’. Λειτουργία μετά Πατριαρχικῆς χοροστασίας. Ἐρχόμεθα προσκυνηταί μέ ἕνα λεωφορεῖο. Τήν ἑπομένη θά φεύγαμε γιά Ἑλλάδα. Συζητούσαμε καθ᾿ ὁδόν· «Θά φύγουμε καί δέν πήραμε εὐχή ἀπό τόν ἅγιο Θεοδωρουπόλεως. Τί νά γίνη; Ἄλλη φορά». Κατεβαίνω πρῶτος ἀπό τό λεωφορεῖο. Κάπου μακρυά διακρίνω ἕνα γεροντάκι σκυφτό, νά ἔρχεται πρός τά ἐμᾶς. «Περαστικός θά εἶναι» σκέφτηκα. Ὅσο πλησίαζε κάτι μοῦ θύμιζε, ἀλλά ἐπειδή φοροῦσε πολιτικά, ἔλεγα: «Μπά μέ γελοῦν τά μάτια μου». Καί ὅμως, δέν μέ γελοῦσαν. Ἦταν ὁ ἅγιος Θεοδωρουπόλεως! Κατέβηκαν ὅλοι νά πάρουν τήν εὐχή του. Καί μᾶς εἶπε κάτι τό φοβερό: «Ἔχω τριάντα πέντε χρόνια νά ἔλθω σ᾿ αὐτόν τόν ναό. Σήμερα τό πρωΐ κάτι μοῦ ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε νά ἔλθω γιά νά προσκυνήσω τήν Παναγία». Καί δέν εἶναι αὐτό θαῦμα;».
Καί πάλι θά ἐπικαλεσθῶ ἐδῶ τόν π. Δοσίθεο, μεταφέροντας μιά στιχομυθία μεταξύ ἐκείνου καί τοῦ Πατριάρχου· «Κάποτε τόλμησα νά πῶ στόν Παναγιώτατο Πατριάρχη μας: Παναγιώτατε, ὁ μέγας Ἀντώνιος ‘’ἐστήριξε τὴν οἰκουμένην ταῖς εὐχαῖς αὐτοῦ’’ (Ἀπολυτίκιο). Τώρα τήν Κωνσταντινούπολι στηρίζει ταῖς εὐχαῖς αὐτοῦ ὁ ἅγιος Θεοδωρουπόλεως. Καί μοῦ ἀπαντᾶ: Ἔχεις ἀπόλυτο δίκαιο»! Τά ἀσκητικά πρότυπα τοῦ ὁσίου πατρός μας, βρίσκονταν μέσα στούς Συναξαριστές, στόν Εὐεργετινό, στή Φιλοκαλία καί στά λοιπά ἀσκητικά ἔργα τῶν νηπτικῶν Πατέρων.
Ἡ βοῶσα ἁγιότητα τοῦ Γερμανοῦ ὅλα τά χρόνια, εἶχε νά κάμει καί μέ αὐτό τό εἶδος προσφορᾶς. Τό σπανιώτατο εἶδος, πού μυστικῷ τῷ τρόπῳ ἀνέβαζε τό κῦρος τοῦ Πατριαρχείου στά ἐπίβουλα μάτια ἑνός τέτοιου ἐχθρικοῦ χώρου. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς του μποροῦσε θαυματουργικά νά ἀλλάζει τήν ἐχθρική διάθεση τῶν ἀλλοθρήσκων κρατούντων καί νά γίνεται ἡ μυστική ἀσπίδα προστασίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἕνας ἦταν. Ἀλλά αὐτός ὁ ἕνας εἶχε τέτοια Χάρη καί τέτοια παρρησία στόν Θεό, πού προστάτευε τόν ἱερό Θεσμό καί τόν Πρῶτο του.
Ἡ ὁδός τοῦ ἁγιασμοῦ ἔχει ἐκ τῶν πραγμάτων σύντροφο τή μοναξιά, γιατί συνήθως δέν κατανοεῖται. Ὅμως γιά τή μή κατανόηση δέν εὐθύνεται ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ ἄγνοια ἐκείνων πού δέν ξέρουν τί θά πεῖ πνευματική συνέπεια σέ ὅλα καί πάντοτε, χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς ἐκπτώσεις. Ὁ ἅγιος ἄνθρωπος εἶναι μέλος τῆς κοινωνίας. Ἀλλά ἐνῷ δέν εἶναι ἀκοινώνητος, τοῦ εἶναι ἀδύνατο νά συνυπάρχει μέ ὅ,τι βλέπει συνειδησιακά ἔνοχο στήν κοινωνική συμβατικότητα. Ὅπου καί νά βρισκόταν ὁ Γερμανός, ἦταν ἕνας ζωντανός βιωματικός ἄμβωνας. Ἄμβωνας ὄχι ἐντυπωσιασμοῦ ἀπό ἐπίδειξη γνώσεων καί χειρισμοῦ τοῦ ἕλληνος λόγου, ἀλλά τῆς εὔλαλης σιωπῆς μιᾶς ζωῆς ἁγίας, ἡ ὁποία ἔπειθε, μετέδιδε Χάρη, ἀσκοῦσε στίς ψυχές «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην» (τροπ. Θ΄ ᾠδῆς Πεντηκοστῆς). Τό ἀλφαβητάρι τῆς πίστεώς μας καί μόνο νά γνώριζε κάποιος καί νά ἦταν καλοπροαίρετος, θά καταλάβαινε τί ἦταν ὁ Πατήρ.
Ὁ Παντεπίσκοπος Κύριος τόν ἤθελε μέ τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως στήν ἴδια τήν καρδιά τῆς παγκόσμιας Ὀρθοδοξίας, στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά πολλούς λόγους, ἐσωτερικούς τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί ἐξωτερικούς. Ὡς ἀληθινή μητέρα ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία φρόντισε τόν ἐκλεκτό της νά γηροκομηθεῖ στοργικά στό γηροκομεῖο του Μπαλουκλῆ, ὅταν εἶδε πώς δυσκολευόταν νά αὐτοεξυπηρετηθεῖ. Ἄλλωστε καί στό παρελθόν, ὅταν κάποτε εἶχε ἐπικίνδυνα ἀποδυναμωθεῖ λόγῳ ὑπερβολικῆς ἀσκήσεως, τόν μετέφερε στό Φανάρι ὅπου καί τόν φρόντισε μέχρι νά συνέλθει.
Ὁ χῶρος πού ἡ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας φρόντιζε τό ἀδύναμο καί γηρασμένο σῶμα του, τοῦ ἔδινε καί τή δύναμη καί τόν χρόνο νά χορταίνει προσευχή καί νά συνεχίζει νά τήν εὐεργετεῖ δι᾿ αὐτῆς, μέχρι πού ἕνα πρόβλημα ὑγείας τόν βύθισε στή σιωπή. Ἀλλά ἡ καρδιά του ὡς κάτοχος τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀφοῦ εἶχε μάθει νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως, δέν ἔπαυσε ποτέ τή νοερά ἐργασία της. Ἦταν εὔθραυστος σωματικά ὁ μακάριος, ἀλλά ἄθραυστος πνευματικά.
Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν μακαρίζει ἐκείνους πού γηροκομοῦν μοναχούς οἱ ὁποῖοι θά πέθαιναν ἀβοήθητοι ἐλλείψει ὑποτακτικοῦ. Θεωροῦν μεγάλη εὐλογία τήν προσευχή τους. Καί μετά τά τέλη τους, μεγάλη προστασία τήν εὐχή τους. Ὁ ἡγιασμένος Παπποῦς, ἀνήμπορος πιά, ἦταν σέ καροτσάκι σιωπῶν καί καθαρώτατος ἀπό τήν περιποίηση.
Τό θεῖο του πρόσωπο ἦταν ὅπως πάντα λαμπερό. Τί κι ἄν δέν μιλοῦσε; Τί κι ἄν ἡ νηστεία καί ἡ ἑκούσια κακοπάθεια ἀποτελοῦσαν πλέον παρελθόν; «Ἐν βίβλῳ ζωῆς» ἦταν ὅλα γραμμένα! Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο πού εἶχε σκηνώσει στήν ψυχή καί τό σῶμα του, εἶχε μονίμως ἔκδηλη τήν παρουσία Του πάνω του. Ἡ λαμπάδα ὅμως ὅδευε πρός τήν κατάλυσή της…..Ἔσβησε στίς 10 Αὐγούστου 2018 περί τίς 10.00΄ τό βράδυ. Τόν Θεοδωρουπόλεως Γερμανό παρέλαβε ἡ Παναγία, τήν ὁποία τόσο πολύ ἀγαποῦσε, μέσα στόν Δεκαπενταύγουστο, παραμονές τῆς μεγάλης ἑορτῆς της, σέ περίοδο δηλαδή νηστείας, γιά νά σημαδέψει τή μνήμη του ὡς νηστευτοῦ.
Ἡ πληροφορούμενη μυστικῶς ἀπό τόν Παράκλητο ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἀπό πολύ νωρίς εἶχε τή μαρτυρία τοῦ Οὐρανοῦ. Καί ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια, τόσο αὔξανε ἡ πίστη στήν ἁγιότητά του. Μέ τήν κοίμησή του κορυφώθηκε, γιά νά διατρανώνεται ἐφεξῆς. Τώρα πλέον ὁ Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ἀνήκει στή χορεία τοῦ πλήθους τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ἁγίων οἱ ὁποῖοι συνθέτουν τό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προεξαρχούσης τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ. Ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ κρίκοι τῆς ἁλυσίδας τῶν ἁγίων τῆς Βασιλίδος, ἄν στά πλήθη τῶν γνωστῶν ὀνομάτων προστεθοῦν καί οἱ ἀνώνυμοι πού μόνο ὁ Θεός γνωρίζει. Βασιλεύουσα Πόλις γάρ, δέν γέννησε μόνο ἁγίους, ἀλλά συνδέθηκε καί μέ μεγάλο ἀριθμό ἁγίων, εἴτε λόγῳ δράσεως σ᾿ αὐτήν, εἴτε λόγῳ προσκαίρου παραμονῆς.
Ἀλλ᾿ ἡ χαρά ὅσων τόν ἀγαποῦσαν καί τόν εὐλαβοῦντο, ἐπληρώθη ὅταν κατά τή δεξίωση στήν αἴθουσα τοῦ Θρόνου μετά τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο στίς 15-9-2018, αὐτό τοῦτο τό πατριαρχικό στόμα ἐξέφρασε τήν πίστη τῆς Μητρός Ἐκκλησίας περί τοῦ Θεοδωρουπόλεως Γερμανοῦ λέγοντας τά ἑξῆς, ὅπως αὐτά ἀπομαγνητοφωνημένα δημοσιεύθηκαν:
«Ὀλίγας ἡμέρας μετά τήν κοίμησιν τοῦ ἀδελφοῦ ἁγίου Θεοδωρουπόλεως κυροῦ Γερμανοῦ, συγκεντρωθήκαμε σήμερα καί συμπροσευχηθήκαμε διά τήν ἀνάπαυσιν τῆς ψυχῆς του, τελέσαντες τό τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνόν του. Ὁ ἅγιος Θεοδωρουπόλεως μέ τήν σεμνότητά του, μέ τήν ἁπλότητά του, μέ τό ἦθος του καί μέ ὅλην τήν ὁσιακήν βιωτήν του ἦταν ἕν σύμβολον τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἡμεῖς εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί εὐρύτερα εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, ἔχουμε τίς καθημερινές δραστηριότητες ὑπέρ τοῦ ποιμνίου μας, ἔχουμε τούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους ἀδελφούς μας, ἔχουμε ταξίδια καί ἀποστολάς, ἔχουμε τά προβλήματά μας, ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά, καί μέσα σέ ὅλα αὐτά τά τρέχοντα, τά καθημερινά, πολλές φορές μας λείπει ἡ πνευματικότης. Αὐτή ἡ πνευματικότης εἶναι ἐκείνη τήν ὁποίαν ἐνεσάρκωνε καί ἐξέφραζεν, πολλές φορές, ὡς ἐπί τό πλεῖστον συνήθως μέ τήν σιωπήν του ὁ μακαριστός ἅγιος Θεοδωρουπόλεως. Δυνάμεθα νά εἴπωμεν, ἄνευ ἐπιφυλάξεως, ὅτι ἦτο ἐφάμιλλος τῶν νέων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, Πορφυρίου, Παϊσίου, Ἰακώβου τοῦ Τσαλίκη καί τοῦ Ἀμφιλοχίου τῆς Πάτμου, τόν ὁποῖον ὅλως προσφάτως κατετάξαμεν καί αὐτόν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ἐβάδιζεν ἀνάμεσά μας, συμπνευματιζόταν, συνυπῆρχε, μετεῖχε εἰς τήν ζωήν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν. Ἦταν κάτι τό ξεχωριστό. Ἔτσι θά τόν ἐνθυμούμεθα, ἔτσι θά εὐλαβούμεθα τήν μνήμην του, θά εὐχαριστοῦμεν τόν Θεόν πού μᾶς τόν ἔστειλε καί ἐζήσαμεν μαζί κάτω ἀπό τήν ἱεράν στέγην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, καί θά παρακαλοῦμεν τόν Κύριον καί Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας νά ἀποστέλη σέ κάθε ἐποχή Ἱεράρχας καί κληρικούς τοῦ ἤθους, τῆς πνευματικῆς ἐμβελείας τοῦ μακαριστοῦ Γερμανοῦ. Δέν θά μακρυγορήσω. Ὁ ἴδιος, εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι δέν θά ἤθελε νά λεχθοῦν διά τό πρόσωπόν του οὔτε αὐτά τά ὀλίγα τά ὁποῖα εἶπα προηγουμένως. Ἦταν τόσο σεμνός, τόσο ἁπλός.
Στίς 2 Αὐγούστου πού μετέβην στό Γηροκομεῖον τοῦ Βαλουκλῆ γιά νά ψάλω τήν Παράκλησιν μέ τούς ἡλικιωμένους ἀδελφούς μας, τόν ἐπισκέφθηκα. Ἦταν μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, μεταξύ φθορᾶς καί ἀφθαρσίας, μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Δέν μέ ἀνεγνώρισε, δέν εἶχε τάς αἰσθήσεις του καί σέ ὀλίγας ἡμέρας, ὅπως θά λέγαμε ἁπλᾶ, πέταξε σάν πουλάκι. Πέταξε στούς οὐρανούς, ἀλλά ἄφησε ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα του στή ζωή καί τήν ἱστορία τῶν κάτω χρόνων τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου. Καί εἰς τόν μακαριστόν Δέρκων Ἰάκωβον διηκόνησε μέ ἀφοσίωσιν, ὁμοίως καί εἰς τόν διάδοχον τοῦ Ἰακώβου, τόν σημερινόν ἅγιον Νικαίας καί ὡς πνευματικός διά τήν Ρωμηοσύνην τῆς Πόλεως, πού τόν εἶχα διορίσει τά τελευταῖα χρόνια, ἔκανε τό ἔργο του εὐσυνείδητα, ἐνέπνεε μέ τό παράδειγμά του. Ἦταν γνωστή ἡ φιλανθρωπία του, ὅσο καί ἄν προσπαθοῦσε νά τήν κρύψη ὁ ἴδιος. Εὐηργέτησε πολλούς ἀνθρώπους. Ὁ μισθός του πήγαινε στούς φτωχούς, μόλις τόν εἰσέπραττε. Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του καί ἄς ἔχουμε ὅλοι τήν εὐχήν του».
Ἡ Ἱ. Μ. Μονή Βατοπαιδίου κατά τήν κοινοβιοποίησή της μετά ἀπό πέντε ὁλόκληρους αἰῶνες ἰδιορρυθμίας, τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1990, εἶχε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά προστεῖ ὡς ἐπρόσωπος τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς πανηγυρικῆς Θ. Λειτουργίας καί νά ἐνθρονίσει τόν πρῶτο ἡγούμενό της Γέροντα Ἐφραίμ, ὁ ἐν ἁγίοις πλέον Θεοδωρουπόλεως Γερμανός. Δέν ἦταν τυχαῖο τό γεγονός αὐτό. Ἡ ἴδια ἡ Παναγία κανόνισε, ὥστε ὁ ἐκλεκτός της, αὐτός ὁ ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος κάθε φορά πού θά πήγαινε στό Ἅγιο Ὄρος μέχρι πού θά προσκυνοῦσε τήν πρώτη της εἰκόνα δέν ἔπινε οὔτε νερό, νά θεμελιώσει καί νά σφραγίσει μέ τήν ἁγία παρουσία του τό Κοινόβιο, στοῦ ὁποίου τό ἁγιολόγιο θά συμπεριληφθεῖ κάποτε. Εἶναι βέβαιο, ὅτι καί οἱ πρεσβεῖες του συνετέλεσαν στή θαυμαστή ἄνθιση τῆς περιωνύμου μονῆς.
Πηγή: pemptousia.gr
The post Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός, ο ηγιασμένος Επίσκοπος του Φαναρίου appeared first on Ορθοδοξία News Agency.