Ο ερημίτης της Νέας Υόρκης, στον Πειραιά: Σπάνια έργα του σπουδαίου Λουκά Σαμαρά για πρώτη φορά στην Ελλάδα

© Lucas Samaras

Από την Καστοριά στη Νέα Υόρκη κι από εκεί στον Πειραιά: ο Λουκάς Σαμαράς, «ο ερημίτης της αμερικανικής τέχνης», ενάμιση χρόνο μετά τον θάνατό του, “παρουσιάζεται” στην The Intermission με έργα που σπάνια έχουν εκτεθεί, σε συνεργασία με την Pace Gallery, με τον τίτλο “Μaster of the Uncanny”.

«Πήγαινα στο σχολείο πιστεύοντας ότι οι μύθοι δεν είναι μύθοι αλλά ιστορία». Στην Καστοριά της δεκαετίας του ’40, αυτό το παιδί έβλεπε τον κόσμο μέσα από το πρίσμα των μύθων, όχι ως αλληγορίες αλλά ως πραγματικότητες που κληροδοτήθηκαν σαν ένα είδος οικογενειακής μνήμης.

Το 1948, σε ηλικία έντεκα ετών, βρέθηκε να εγκαταλείπει την Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. Για να συναντήσουν τον πατέρα του, γουναρά στο επάγγελμα, που είχε φύγει νωρίτερα. Ο Πειραιάς ήταν τότε η μοναδική ίσως διαδρομή για τη φυγή στην Γη της Επαγγελίας. Πέρασε άραγε από εκεί ο ούτε καν έφηβος Λουκάς Σαμαράς;

Δεν ήταν απλώς μια μετανάστευση∙ ήταν η αρχή μιας νέας μυθολογίας. Το αγόρι από την Καστοριά βρέθηκε στο Νιού Τζέρσεϊ και αργότερα στη Νέα Υόρκη, κουβαλώντας μέσα του το φορτίο αυτού που δεν ανήκει. “Σε κάποιο βαθμό, είμαι ένας ξένος”, έλεγε πάντα. Αυτή η αίσθηση της μόνιμης απόστασης —ούτε εδώ ούτε εκεί, ούτε μόνος ούτε μαζί— θα γίνει ο πυρήνας της δημιουργίας του.

Κι αυτός ο ξένος δεν ήταν μόνο απέναντι στην Αμερική που τον υιοθέτησε, ούτε μόνο απέναντι στην Ελλάδα που άφησε πίσω του· ήταν κυρίως ξένος απέναντι στις ίδιες του τις πολλαπλές ταυτότητες. Τόσο ασύμβατο ήταν το έργο του ώστε να μπερδεύει τους κριτικούς. «Δεν υπάρχει ένας Λουκάς Σαμαράς, αλλά πολλοί καλλιτέχνες με το ίδιο όνομα», έγραφε το 1996 η New York Times. Και πράγματι, ο Σαμαράς ήταν ταυτόχρονα πολλοί: ζωγράφος, γλύπτης, φωτογράφος, εφευρέτης μορφών, σκηνοθέτης του ίδιου του σώματός του, performer μιας συνεχούς αυτο-μεταμόρφωσης.

To σώμα του Σαμαρά στον Πειραιά

Το λιμάνι του Πειραιά, αποκτά στην αφήγηση της ζωής του έναν σχεδόν μυθικό χαρακτήρα: εκεί όπου κάθε Έλληνας που φεύγει κουβαλά την αμφιθυμία του ξεριζωμού και της ελπίδας.Τον Σεπτέμβριο, η γκαλερί The Intermission στον Πειραιά γίνεται ο τόπος υποδοχής της επιστροφής του έργου του, μιας επιστροφής μεταφορικής και αληθινής: σαν να φτάνει ξανά αυτό το παιδί-μετανάστης με τα έργα του, ύστερα από δεκαετίες περιπλάνησης στις αίθουσες τέχνης της Νέας Υόρκης, της Ευρώπης, του κόσμου.

Η έκθεση, σε συνεργασία με την Pace
Gallery που διαχειρίζεται εδώ και δεκαετίες
το έργο του, περιλαμβάνει έργα από τη
δεκαετία του ’60 έως και τη δεκαετία του
2010. Τα περίφημα Auto Polaroids και
Photo-Transformations από τα τέλη της δεκαετίας
του ’60 και τις αρχές του ’70, όπου ο
Σαμαράς πειραματίστηκε με το ίδιο του
το σώμα, τραβώντας και κατόπιν
παραμορφώνοντας τις φωτογραφίες του,
σχεδόν σαν να τις υπέβαλε σε μια εικαστική
επέμβαση, βρίσκονται δίπλα στα Mosaic
Paintings, με την εκρηκτική χρωματική
πυκνότητα, και τις Reconstructions από ύφασμα,
αλλά και στα παστέλ έργα σε χαρτί.

Μια σειρά από γλυπτά περιλαμβάνεται επίσης, με παραδείγματα από τα θρυλικά Box series – αυτά τα ερμητικά, μυστικιστικά κουτιά που λειτουργούν ταυτόχρονα ως αποθήκες μνήμης και ως φετίχ κλειστών κόσμων – αλλά και άλλα «μεταμορφωμένα» χρηστικά αντικείμενα που ο Σαμαράς ανέβασε σε επίπεδο μύθου.

Koσμήματα χρυσά, σαμανιστικά

Ιδιαίτερη θέση έχουν τα κοσμήματα-γλυπτά που δημιούργησε μεταξύ 1996 και 1998: ξεκινώντας από πλέγμα συρματόπλεγμα που ζωγράφιζε και κατόπιν έριχνε σε χυτό, συμπαγές, 22 καρατίων χρυσό. Κοσμήματα βαριά, κυριολεκτικά και μεταφορικά· έργα που συνδυάζουν τη λιτότητα του σύρματος με το ιστορικό βάρος του χρυσού. Ο Sam Zients του Salon 94 σημείωσε: «Ο χρυσός είναι υλικό φορτωμένο με νόημα και ιστορία, πολυτελές αλλά και πρακτικό σαν νόμισμα. Στο έργο του Σαμαρά παίρνει μια σχεδόν σαμανιστική διάσταση».

Tο σώμα αισθάνεται ταυτόχρονα στολισμένο
και δεσμευμένο, σε μια οριακή εμπειρία
ανάμεσα στην πολυτέλεια και τον
περιορισμό. «Επειδή ήμουν Έλληνας,
μπορούσα να χειρίζομαι το σώμα ελεύθερα.
Σκεφτείτε τα ελληνικά αγγεία», είχε πει
κάποτε. Και πράγματι, τα κοσμήματα αυτά
είναι προεκτάσεις του σώματος, όπως τα
αρχαία αγγεία είναι προεκτάσεις της
συλλογικής μνήμης.

Ο Σαμαράς πάντα κατέγραφε με οξύτητα το δικό του βλέμμα πάνω στον κόσμο. Σ’ ένα κείμενό του για την επιστροφή στην Ελλάδα, μετά από δεκαεννέα χρόνια, περιγράφει την εμπειρία της πτήσης: το αίσθημα του φόβου που αποκτά «μια σοκολατένια επικάλυψη αναπόφευκτου μεγαλείου», τη μεγαλοπρέπεια της τουαλέτας στον αέρα, το μοναχικό γέλιο του γεύματος τριάντα χιλιάδες πόδια πάνω από τη γη. Ήταν σαν να έβλεπε την ίδια του τη ζωή μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό, όπως έκανε και στις φωτογραφίες του. Ο κόσμος ήταν για εκείνον μια παράσταση, ένα πεδίο συνεχούς αυτοπαρατήρησης και ταυτόχρονα αποξένωσης.

«Πηγαίνοντας στην Ελλάδα μετά από
δεκαεννέα χρόνια ονείρων για επιστροφή.
Διστακτικά ξαναπατώντας τα ίχνη, όχι
ελεύθερα θέλοντας να αντιμετωπίσω τον
αναπόφευκτο θόρυβο ανάμεσα στις
γυαλισμένες αναμνήσεις και στις απρόσωπες
φυσικές παρουσίες». Αυτό το απόσπασμα
συμπυκνώνει όλη τη σχέση του με την
πατρίδα: νοσταλγία, δισταγμός, τρόμος,
μεγαλείο. Η Ελλάδα για εκείνον ήταν
πάντα μνήμη και απόσταση.Του κάνει
εντύπωση που τόσοι πολλοί άνθρωποι
έχουν δόντια χρυσά. Αλλά και ωραίες
φάτσες. Δεν τον ξετρελλαίνει ο Παρθενώνας,
βρίσκει τις κολώνες του κάπως μπανάλ.

Κι όμως, κάτω από αυτή την ειρωνεία, ο
Σαμαράς έμενε πάντα δεμένος με την
Ελλάδα. Οι μύθοι που κάποτε νόμιζε
ιστορία, η αίσθηση του σώματος ως
κεντρικού πυρήνα, η διαρκής αναμέτρηση
με τον θάνατο και την ύλη, όλα οδηγούν
πίσω στην ίδια πηγή. Σαν εκείνα τα κουτιά
του που κλείνουν μέσα τους έναν κόσμο,
έτσι κι ο ίδιος έκλεισε μέσα του την
Καστοριά, το φως, τις μνήμες ενός παιδιού
μετανάστη.

Στη Νέα Υόρκη της avant-garde, πλάι στον
Άλαν Καπρόου, στην Τζούντι Σικάγο, στον
Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, ο Σαμαράς άφησε
ανεξίτηλο το ίχνος του. Αλλά ποτέ δεν
έγινε «Αμερικανός» με την έννοια της
αφομοίωσης. Ήταν πάντα ο Έλληνας outsider,
ο άνθρωπος που έβλεπε από απόσταση, που
χειριζόταν το σώμα και τη μνήμη σαν
υλικά τέχνης, που τόλμησε να ενωθεί με
το ίδιο του το πρόσωπο και να το μετατρέψει
σε αντικείμενο.

Στα τελευταία του έργα, στις «Kastorian Inveiglements», η αφαίρεση έγινε καταιγιστική. Πολύχρωμες χάντρες, ψηφιακά μοτίβα, λαμπερές μάζες. Ήταν σαν να έβλεπες το βλέμμα του παιδιού που μεγάλωσε στην Καστοριά να επιστρέφει, αλλά αυτή τη φορά μέσα από μια οθόνη υπολογιστή. “Εκατομμύρια άνθρωποι φτιάχνουν τέχνη βάζοντας κάτι σε έναν τοίχο,” έλεγε. “Κι εγώ λέω στον εαυτό μου, ‘Τι απέγινε η ομορφιά;’ Πρέπει να ανοίξεις εκείνο το μέρος του εγκεφάλου σου” .

Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Πειραιάς τον υποδέχεται όχι ως λιμάνι αναχώρησης αλλά ως τόπος άφιξης. Η The Intermission της Άρτεμις Μπαλτογιάννη γίνεται ο ενδιάμεσος σταθμός –όπως δηλώνει και το όνομά της– ανάμεσα στην ξενιτιά και στην επιστροφή, ανάμεσα στον Σαμαρά της Νέας Υόρκης και στον Λουκά της Καστοριάς. Τέλη Αυγούστου, ξεκρεμάστηκαν από τους τοίχους της Τhe Intermission στον υβριδικό δρόμο του Πειραιά – το πρωί συνεργεία το βράδυ γκαλερί και wine bar- τα έργα του Μπασκιά.

Από τον Μπασκιά της Νέας Υόρκης στον Σαμαρά της Νέας Υόρκης, η γκαλερί διαγράφει μια αθέατη τοιχογραφία της πόλης: τον θόρυβο και την επιθετικότητα του δρόμου από τη μία, την εσωστρέφεια και τη φαντασμαγορία του ερημίτη από την άλλη. Αν ο Μπασκιά ήταν το σύμβολο του αδηφάγου Μανχάταν, ο Σαμαράς ήταν μυστική σκιά του, ο Έλληνας μετανάστης που μετέτρεψε την ξενιτιά σε έναν λαβύρινθο εικόνων και αντικειμένων. Στη διαδοχή τους, οι δύο εκθέσεις αποκαλύπτουν όχι μόνο δύο αντιθετικές μορφές τέχνης, αλλά και δύο τρόπους να κατοικείς τη Νέα Υόρκη: ο ένας εκρηκτικά δημόσιος, ο άλλος βαθιά εσωτερικός.

Info

Lucas Samaras: Master of the Uncanny

25 Σεπτεμβρίου – 20 Δεκεμβρίου, 2025

The Intermission

Πολυδεύκους 37A Πειραιάς

Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε εάν το επιθυμείτε. ΑΠΟΔΟΧΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Πολιτική Απορρήτου & Cookies
YouTube
YouTube