Στο Passano del Grappa κοιτάζοντας την καταιγίδα στις Άλπεις, ο βραβευμένος διεθνής χορογράφος Χρήστος Παπαδόπουλος μιλά για το σώμα που πρέπει πρώτα να πονέσει για να χορέψει. Για τη μητέρα του που ζωγράφιζε τη θεά της ανωνυμίας. Για τη λυσσασμένη ενέργειά του στη ζωή, για την στιγμή που βλέπει το τραύμα στη σκηνή. Για το αν μπορούσε να ζήσει μέσα σε ένα έργο τέχνης, αυτό θα ήταν ο Κούρος της Αναβύσσου
Το προηγούμενο βράδυ ανέβηκε η τελευταία του παράσταση για τη φετινή σεζόν, το Landless. Η περιοδεία είχε κλείσει τον κύκλο της -πάνω από 30 πόλεις, 5 διαφορετικά έργα, ένα σόλο (το Landlesss) που δεν έχει ακόμα παρουσιαστεί στην Ελλάδα και μια απόφαση: «Να φρενάρω». H επόμενη μέρα, με βροχή και την αρχή των Άλπεων να διαγράφεται στο βάθος, τον βρίσκει στο Bassano del Grappa στην Ιταλία.
Βλέποντας την καταιγίδα να σκιάζει τις Άλπεις
Σε αυτό το ενδιάμεσο, χώρου και χρόνου, μου μιλάει. Τον ρωτάω τι βλέπει έξω από το παράθυρό του.
«Βλέπω πέτρινα κτίρια με ξύλινα μπατζούρια και λίγο παρακάτω περνάει η Μπρέντα, το ποτάμι. Έβρεχε πριν πέντε λεπτά. Είναι αυτή η πρώτη στιγμή μετά από καιρό που σταματάω και αναρωτιέμαι: Ποιος είμαι τώρα;», λέει και γελάμε. Με την επίγνωση ότι ακόμα και αν ο ίδιος αναρωτιέται, ίσως παραζαλισμένος από την κόπωση, οι εκατοντάδες χιλιάδες των θεατών ανά τον κόσμο που έχουμε δει έργα του, έχουμε μια γερή υποψία για το ποιος είναι.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος είναι ένας από τους διεθνώς πλέον καταξιωμένους Έλληνες χορογράφους. Το 2025 τον βρήκε να ταξιδεύει σε δεκάδες πόλεις -ακόμα και στην Αυστραλίαπ με το Larsen C, το Landless, το ΙΟΝ, να δημιουργεί το Mycelium για την Όπερα της Λυών, το Ties Unseen για το Nederlands Theater, να επανεφευρίσκει την έννοια της αισθησιακής εφηβείας στο Μy Ignorant Step, στο και να ετοιμάζει τη νέα του δουλειά, ενώ δοκιμάζει τα πάντα στο δικό του σώμα, μόνος, στο στούντιο.
Παράλληλα δημιούργησε το Mellowing με την ομάδα χορευτών άνω των 40 ετών Dance on Ensemble που εδρεύει στο Βερολίνο και έκανε πρεμιέρα στην Καλαμάτα. Ήδη από τον Νοέμβριο το My Ignorant που δημιούργησε κατόπιν ανάθεσης της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, θα ταξιδέψει σε Μαδρίτη, Ρώμη, Μπριζ, Παρίσι, Reggio Emilia.
Το όνειρο που επιστρέφει
Όλα ξεκινούν από το σώμα του. «Μπαίνω στο στούντιο και περνάω μήνες μόνος. Χορεύω μόνος μου, γράφω σωματικά μια φράση. Αν δεν την αισθανθώ πρώτα εγώ, δεν μπορώ να την ζητήσω από άλλον. Αν δεν τη δοκιμάσω εγώ, δεν έχω το δικαίωμα να την απαιτήσω. Και μετά έρχεται πάντα η αμφιβολία. “Τι είναι αυτό που κάνω; Έχει νόημα;” Περνάω ώρες σε αυτό το καθεστώς. Αλλά αν εκεί, στο στούντιο, αντέξω να την υπερασπιστώ, τότε ίσως αξίζει να τη δώσω. Και μόλις μπει στο σώμα άλλου, γίνεται κάτι πραγματικό, κάτι άλλο”».
Βλέπει όνειρα. Συχνά σαν ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Σουρεαλιστικά, όπως αυτό το επίμονο που επιστρέφει και περιλαμβάνει άλματα από ταράτσα σε ταράτσα, εμφανίσεις του Σάκη Ρουβά, κορίτσια με μπλοκάκια που κάνουν σχηματισμούς και εξαφανίζονται, και μια τελική βύθιση στο νερό. «Και τότε το νερό γίνεται γραμμή από μολύβι, ασπρόμαυρο. Βλέπω τον εαυτό μου και είμαι σκίτσο. Ένα παχύ, γραμμικό σκίτσο. Και λέω: α, μάλλον πέθανα.»
Το όνειρο συνεχίζεται. Ξαναζεί την ίδια διαδρομή, αλλά αυτή τη φορά ξέρει το τέλος. Και τότε, σε μια από τις ταράτσες, μια φίλη του πεθαίνει. Και εκείνος γίνεται υπερήρωας: «Βγάζω μπλε και κόκκινη ακτίνα από το χέρι μου. Η μπλε είναι ενέργεια. Η κόκκινη είναι αγάπη. Γιατί η ζωή είναι αυτά τα δύο. Και τη σώζω».
Η στιγμή που κατέβηκε από την σκηνή
Γελάμε δυνατά αλλά σκέφτομαι -χωρίς
να του το πω- ότι αυτό είναι το θέατρο
του Παπαδόπουλου: κάτι ανάμεσα σε σύστημα
και παρηγοριά. Ενέργεια και αγάπη που
σώζει από την απόγνωση και το άδοξο
τέλος.
Το 2012, έμελλε να είναι η χρονιά που θα τον τραβούσε από τη σκηνή ως χορευτή. Για να περάσει στη χορογραφία. Αν και μου υπόσχεται ότι θα επιστρέψει στο μέλλον, ίσως και άμεσα, ως χορευτής. «Ήμουν στην Κοπεγχάγη με την ομάδα WeGo, το 2012. Αλλά όταν ο Θωμάς Μοσχόπουλος μου είπε “θέλω μια παράσταση δική σου για το Πόρτα”, άνοιξε μπροστά μου κάτι νέο. Έκανα το Elvedon. Και ήταν η αρχή της ομάδας μου».
Την πρεμιέρα εκείνης της πρώτης δουλειάς… την έχασε. «Ήμουν στον Μπακού, κάναμε τις τελετές των Ευρωπαϊκών Αγώνων όπου καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Το Elvedon παιζόταν στην Αθήνα χωρίς εμένα. Και περίμενα μηνύματα και τηλέφωνα να μου πουν πώς πήγε. Ντρέπομαι που το λέω».
Έκτοτε, η σκηνή τον «ρούφηξε». Ποτέ δεν ένιωσε ότι αποσύρεται. Απλώς μετατοπίστηκε το επίκεντρο. Από το να χορεύει, στο να να δημιουργεί.
Η στιγμή που μονολογεί «έγινε»
Στα έργα του, αναζητά μια αίσθηση που
δεν θέλει να τελειώσει -κάπως σαν το
επίμονο όνειρο που αρχίζει ξανά και
ξανά. «Όταν κάτι συμβαίνει στη σκηνή
και νιώθω ότι θέλω να το κοιτάζω για
πάντα, τότε ξέρω ότι το βρήκα. Όταν
αποσυνδέομαι, ξέρω ότι δεν δουλεύει.
Είναι φορές που βλέπω το τραύμα να
αποτυπώνεται στη σκηνή και τότε λέω:
έγινε. Έγινε κάτι πραγματικό. Δεν έχει
να κάνει με την τεχνική, δεν έχει να
κάνει με την ιστορία. Είναι μια στιγμή
που σκάει κάτι αληθινό. Εκεί νιώθω ότι
αξίζει».
Αντίσταση είναι η λέξη που επανέρχεται συνεχώς. «Αντίσταση στην απληστία του αφηγηματικού. Στην ευκολία της κατάληξης. Στην ταχύτητα που ζητά να πας στο επόμενο. Θέλω να μείνουμε στο ενδιάμεσο. Στο in-between» -ακούγεται και σαν προσευχή αυτό.
Κάθε έργο είναι ένα μικρό σύμπαν με την βαρύτητα να ελέγχεται από την επιθυμία και την φαντασία. «Στο IΟΝ, για παράδειγμα, κανείς δεν πατάει φτέρνα. Το ανθρώπινο βήμα δεν υπάρχει. Η βαρύτητα έρχεται από το κεφάλι. Και μέσα από τέτοιους κανόνες χτίζεται το λεξιλόγιο του έργου».
Ο χειρότερος εχθρός μου είμαι εγώ
Αυτός ο φανταστικός κόσμος γεννιέται πάντα από κάτι πολύ απλό. Μια φράση, μια σκέψη, ένα σπάσιμο ρυθμού. «Και τότε ακούγεται η φωνή μέσα μου: “Τι πας να πεις τώρα; Τι είναι αυτό;”. Ο χειρότερος εχθρός μου είμαι εγώ. Η ανασφάλεια ότι δεν έχω κάτι να πω. Η ντροπή».
Ίσως γι’ αυτό δεν ανεβαίνει στη σκηνή.
«Ντρέπομαι. Περίεργο, έτσι; Αν και
υπάρχουν σκέψεις… Ίσως ένα ντουέτο με
τον Κοτσυφάκη, τον Γιώργο. Όταν όλα
μοιάζουν να καταρρέουν στην πρόβα, είναι
αυτός που θα μου δείξει ότι μάλλον
γίνεται». Και ξαφνικά ο συγκλονιστικός
χορευτής Γιώργος Κοτσυφάκης κάθεται
στο μυαλό μου δίπλα στην εικόνα του
Ομπάμα.
Η άλλη του σταθερά είναι η μητέρα του, η Φωτεινή. «Μας έκανε στα 23 της, τρία παιδιά. Μεγαλώσαμε μαζί ουσιαστικά. Δεν κουτσομπόλεψε ποτέ. Δεν πήγε ποτέ για καφέ με γειτόνισσες. Άκουγε Χατζιδάκι στη Νεμέα, όταν όλοι άκουγαν σκυλάδικα. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, σπούδασε ζωγραφική και αφιέρωσε την πτυχιακή της στη θεά της ανωνυμίας. Αυτό ήταν το όνειρό της: να κυκλοφορείς και να μη σε ξέρει κανείς».
Παιδί, ήθελε να γίνει ο κύριος με τον χαρτοφύλακα
Η παιδική του ηλικία ήταν γλυκιά αλλά
περιοριστική. «Ζούσαμε μέσα στο δάσος,
αλλά ήμασταν κοινωνικά απομονωμένοι.
Το χωριό ήταν συντηρητικό. Κι εμείς
ήμασταν αλλού».
Ο ίδιος ήθελε να γίνει κύριος με χαρτοφύλακα. «Αυτό φανταζόμουν. Ένας πολιτικός αναλυτής, με πτυχίο, σοβαρός. Πέρασα στην Πάντειο. Τελείωσα 61 από τα 65 μαθήματα. Δεν πήρα ποτέ το πτυχίο». Εκεί όμως, μπήκε στην θεατρική ομάδα και αγάπησε το θέατρο. Αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
Έτσι ήρθε το Εθνικό Θέατρο. Πήγε να δώσει απλώς για να δει τη διαδικασία, κανένα άγχος. Πέρασε. «Είχα την ελαφρότητα και την άγνοια του κρετίνου. Δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Δεν είχα καταλάβει καν σε τι περιπέτεια μπαίνω». Παρουσίασε έναν μονόλογο από μια ελεύθερη διασκευή σε ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη – μια άτυπη “καντάτα” στον άνθρωπο, όπως τη θυμάται – κι ας μην ήταν απόσπασμα θεατρικού έργου.
Δεν είχε καμία προετοιμασία, καμία “σκηνική πρόβα”, μόνο το ένστικτο ότι κάτι μέσα του έπρεπε να μιλήσει. «Ήταν ένας μονόλογος που έλεγε “κι όμως, σε είδα μέσα στο πλήθος, ήσουν εσύ, το ξέρω”. Ένα πράγμα κάπως μελό, αλλά είχε κάτι. Εγώ, πάντως, είχα αυτή την τρομερή ελαφράδα. Σαν να μπήκα σε λάθος πόρτα και να με δέχτηκαν».
Mετά, στο τελευταίο έτος, ήρθε ένα ψέμα για να πάει σε ακρόαση στην Ολλανδία. Εβαλε μάλιστα την μητέρα του να υποδυθεί έναν ρόλο, να κάνει ένα ξαφνικό τηλεφώνημα στη σκηνή για να μπορέσει να λείψει από τη σκηνή. Και τελικά, το SNDO, η Σχολή Νέου Χορού του Άμστερνταμ. «Έτσι ξεκίνησαν όλα».
Η επανάληψη δεν είναι αδράνεια
Τα πρότυπά του δεν είναι πάντα από τον χορό. Aπό τον Μπέλα Ταρ, έχει κρατήσει την υπομονή της εικόνας, το πώς το βλέμμα παρατείνεται μέχρι να μετατραπεί σε στοχασμό. «Είναι αυτή η εμμονή στη διάρκεια που σε κάνει να ξεχνάς την πλοκή και να βυθίζεσαι στο ρήγμα».
Από τον Μπιλ Βαϊόλα, παίρνει τη σχέση με το ιερό και το ασυνείδητο. «Οι φιγούρες του είναι σαν να αιωρούνται ανάμεσα στο τώρα και το άχρονο. Είναι αυτό που προσπαθώ να πιάσω κι εγώ: μια στιγμή όπου το σώμα γίνεται εικόνα, και η εικόνα λειτουργεί σαν προσευχή».
Οι μινιμαλιστές στη μουσική, κυρίως ο Στιβ Ράιχ και ο Φίλιπ Γκλας, του έδειξαν ότι ο ρυθμός μπορεί να χτίζει κόσμους. «Έμαθα ότι η επανάληψη δεν είναι αδράνεια. Είναι μηχανισμός αποκάλυψης. Ότι μέσα από το ίδιο, αν ακούσεις αρκετά, εμφανίζεται το άλλο».
Στην ζωγραφική τον ενδιαφέρει περισσότερο η στάση παρά η τεχνοτροπία. «Με συγκινεί το άτεχνο. Η ζωγραφική που δεν διεκδικεί επιδεξιότητα αλλά προσπαθεί να φτάσει στο νόημα χωρίς φτιασίδια. Το βλέπω κι εγώ στη δουλειά μου. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να πω κάτι χωρίς να εντυπωσιάσω».
Αναζητώντας αυτό που ονομάζει νέα ελευθερία
Ο ρυθμός, άλλωστε, είναι θεμέλιο. «Στην καθημερινότητά μου είμαι φρενήρης. Ανεβαίνω σε βουνά, δεν με κρατάει τίποτα. Στη σκηνή, όμως, προσπαθώ να κατασκευάσω μια σιωπή, ώστε μια μικρή μετατόπιση να μοιάζει με καταιγίδα».
Αυτό που αναζητά είναι η ελευθερία.
Το σπίτι που αγόρασε και ανακατασκευάζει
στο βουνό. «Αυτό που ονομάζω νέα ελευθερία:
να είμαι στον Ταΰγετο, να ξυπνάω με τον
αέρα από τα έλατα, να είμαι με φίλους,
να μαγειρεύουμε, να κοιμόμαστε όλοι
μαζί. Να ζήσουμε ξανά τη χαρά. Έχω
παραμελήσει πολλά για την ομάδα όλα
αυτά τα χρόνια. Καιρός να επιστρέψουμε
και λίγο στον εαυτό».
Η σχέση του με τον θάνατο έχει αλλάξει. «Πίστευα πάντα ότι δεν υπάρχει τίποτα μετά. Ότι είμαστε το τίποτα, χημικές ενώσεις, και αυτό μας ελευθερώνει. Τώρα που πλησιάζω τα 50, δεν είναι τόσο εύκολο. Έρχεται φόβος. Μικρός πανικός. Αλλά ακόμα δεν πιστεύω σε τίποτα. Κι αυτό κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα».
Αν ζούσε μέσα σε ένα έργο τέχνης, θα ήθελε να είναι μέσα στον Κούρο της Αναβύσσου. «Μου προκαλεί μια γλύκα. Σαν να με εξοικειώνει με τον θάνατο. Σαν να λέει: στάσου, κοίτα, δεν είναι τρομακτικό».
Δεν με νοιάζει να πουλήσω αισθησιασμό
Το πιο κρυφό κομμάτι του; «Η βλακεία μου. Η ανοησία μου. Το χιούμορ μου. Είμαι μεγάλος καραγκιόζης στην καθημερινότητα. Θα ήθελα κάποτε να το φέρω στη σκηνή. Έστω λίγο».
Και ο αισθησιασμός; Υπάρχει στα έργα του; Στο My Igorant Step; «Νομίζω εκεί βρίσκω το μεγαλύτερο εύρος αισθησιασμού που έχω σε παράσταση. Δεν είναι ποτέ επιφανειακός. Είναι η αποδοχή. Του σώματος, της χαράς, της επιθυμίας. Δεν με νοιάζει να τον πουλήσω. Αν υπάρχει, θα έρθει. Κι αν δεν τον βλέπει κανείς, δεν με πειράζει».
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος ευτυχώς δεν έγινε κύριος με τον χαρτοφύλακα. Είναι ο άνθρωπος που μας δείχνει ότι ίσως, τελικά, όλα γίνονται. Που πήρε το μεγάλο βραβείο χορού The Roze Prize 2025 από το περίφημο Sandler’s Wells στο Λονδίνο. Το Μy Ignorant Step ( υποστηρίχθηκε με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση (Onassis AiR Dramaturgy Fellowship), είναι υποψήφιο για το βραβείο Fedora Van Cleef and Arples. To Ties Unseen υποψήφιο για το βραβείο «Zwaan most impressive dance production 2025».
Δεν υπόσχεται τίποτα. Ούτε φινάλε, ούτε εξηγήσεις. Μόνο την επιμονή να ξαναμπεί στο στούντιο, να χορέψει πρώτα με την αμφιβολία του, και να αφήσει τη γραμμή του σώματος να πει τα υπόλοιπα. Όπως στο όνειρό του: όταν όλα καταρρέουν, εκείνος απλώνει το χέρι και σώζει ό,τι μπορεί. Με τις ακτίνες τις ενέργειας και της αγάπης.