
Στις αίθουσες του Ηνωμένου Βασιλείου προβάλεται από χθες το ντοκιμαντέρ The Marbles του Ντέιβιντ Γουίλκισον, με τον σταρ του Succession, Μπράιαν Κοξ να γίνεται η πιο δυνατή φωνή αυτή τη στιγμή για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Υπάρχουν ιστορίες που δεν κλείνουν με ρητορικά θαυμαστικά αλλά με μια ήσυχη, αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα. Το ντοκιμαντέρ The Marbles του Ντέιβιντ Γουίλκινσον δεν υψώνει τον τόνο∙ τον χαμηλώνει τόσο ώστε να ακουστεί αυτό που δύο αιώνες τώρα σκεπάζει ο θόρυβος των δικαιολογιών: τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επανενωθούν. Κι ενώ η δημόσια συζήτηση συχνά εγκλωβίζεται σε νομικίστικες τεθλασμένες, ο σκηνοθέτης διαλέγει την ευθεία. Όχι για να τιμωρήσει, αλλά για να φωτίσει.
Αφετηρία του φιλμ είναι -όχι τυχαία- η 25η Μαρτίου 2021, διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Εκείνη την ημέρα ο Γουίλκινσον ανοίγει την κάμερα και, στην ουσία, θέτει έναν ηθικό χρονόμετρο: από εδώ κι εμπρός κάθε αναβολή επιστροφής μετριέται πάνω σε μια επέτειο ελευθερίας.
Το ντοκιμαντέρ που βγήκε στους κινηματογράφους στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 6 Νοεμβρίου. ξεκινά στον προαύλιο χώρο του Βρετανικού Μουσείου, ανάμεσα σε διαδηλωτές και επισκέπτες που περιμένουν υπομονετικά∙ μια τελετουργία αστικού πολιτισμού με μια απλή, αποστομωτική ερώτηση που τίθεται από την σπουδαία ηθοποιό Τζάνετ Σάζμαν: «Θέλετε να μάθετε πώς έφτασαν εδώ;». Η ερώτηση λειτουργεί σαν πρόλογος μιας συλλογικής εξομολόγησης.
Ο «μόνος κακός»: όχι ένα μουσείο, αλλά ένας κόμης
Το The Marbles αποφεύγει να δαιμονοποιήσει. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης διατυπώνει με νηφαλιότητα την θέση ότι δεν είναι το Βρετανικό Μουσείο ο «κακός» της ιστορίας, αλλά ο τρόπος κτήσης. Η ταινία προσεγγίζει τον Τόμας Μπρους, έβδομο κόμη του Έλγιν, όχι σαν ιστορικό λήμμα, αλλά σαν αρχετυπική φιγούρα της ευρωπαϊκής αλαζονείας: εκείνος που μετέφρασε τη λεηλασία σε «εκπολιτιστική αποστολή».
Το περίφημο «φιρμάνι» των Οθωμανών δεν εμφανίζεται ποτέ στην αυθεντική του μορφή∙ οι μεταφράσεις του είναι αμφισβητούμενες∙ η «νόμιμη αγορά» μοιάζει περισσότερο με εξαγορά. Ο Γουίλκινσον δεν κραυγάζει, αφήνει την Ιστορία να μιλήσει στο φως της.
Σκωτία: μια διαφορετική συνείδηση επιστροφών
Δεν είναι τυχαίο ότι η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στη Σκωτία. Η επιλογή λειτουργεί ως δήλωση: μια χώρα που έχει δώσει παραδείγματα επιστροφής πολιτιστικών αγαθών γίνεται σκηνή για να αρθρωθεί ήρεμα αλλά αποφασιστικά η ανάγκη επανένωσης των Μαρμάρων. Η ταινία αξιοποιεί τη σκωτσέζικη εμπειρία ως ηθικό καθρέφτη απέναντι στον αγγλικό θεσμικό συντηρητισμό, όχι για να τροφοδοτήσει μια εσωτερική βρετανική αντιπαλότητα, αλλά για να δείξει πώς η αποκατάσταση μπορεί να γίνει με τάξη, σεβασμό και θεσμική καθαρότητα.
Στο κέντρο του έργου βρίσκεται μια φράση αιχμηρή: «Ήρθε η ώρα να πούμε απλά: αφήστε τα να φύγουν». Ο Μπράιαν Κοξ, ο εμβληματικός Σκωτσέζος ηθοποιός που έγινε παγκοσμίως γνωστός από το υπέροχο σίριαλ Succession, μιλά χωρίς στόμφο, με την αυστηρότητα του αυτονόητου: «Τα Μάρμαρα είναι ο Παρθενώνας, τόσο απλό».
Δεν πρόκειται για φιλελληνικό ρομαντισμό, αλλά για μια αγγλόφωνη συνείδηση που ωριμάζει δημόσια: τα γλυπτά αφαιρέθηκαν όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή, άρα σε μια «ψεύτικη στιγμή» για κάθε συμφωνία. Η δήλωσή του λειτουργεί σαν άξονας της αφήγησης∙ ηθική πυξίδα που δείχνει σταθερά προς την επανένωση.
«Παγκόσμια» κατοχή ή παγκόσμια συνείδηση;
Το The Marbles ανασυνθέτει με ψυχραιμία ακόμα και τα επιχειρήματα υπέρ της παραμονής στο Λονδίνο: την «καλύτερη συντήρηση», την «παγκόσμια πρόσβαση», την ιδέα των μεγάλων μουσείων ως «ουδέτερων ζωνών» του πολιτισμού. Ο Γουίλκινσον εισάγει δύο ρωγμές σε αυτή την εικόνα:
Η πραγματικότητα της φύλαξης. Οι πρόσφατες υποθέσεις κλοπών από αποθήκες του Βρετανικού Μουσείου χτυπούν την καρδιά του μύθου περί αλάθητης ασφάλειας. Δεν πρόκειται για κατηγορία, αλλά για διαπίστωση: κανένας θεσμός δεν είναι υπεράνω κινδύνων και αδράνειας.
Η ψηφιακή παρηγοριά. Η τεχνολογία υπόσχεται VR αναπαραστάσεις και «μετα-μουσεία». Η ταινία, χωρίς τεχνοφοβία, υπογραμμίζει το αυτονόητο: το ψηφιακό δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον τόπο. Η τέχνη δεν είναι μόνο μορφή και διάσταση∙ είναι και κλίμα, φως, θερμοκρασία. Είναι η αναπνοή του χώρου που τη γέννησε.
Οι «μικρές» επιστροφές που προετοιμάζουν τη μεγάλη
Η αφήγηση διατρέχει τις σιωπηλές, ουσιώδεις κινήσεις των τελευταίων ετών: θραύσματα που επιστρέφουν από γερμανικές και ιταλικές συλλογές, τελετές παράδοσης λιτές αλλά βαρύνουσες. Ο φακός του Γουίλκινσον δεν δραματοποιεί. Στέκει σε χέρια που παραδίδουν και παραλαμβάνουν, στο φυσικό φως που αλλάζει υφή στο μάρμαρο όταν αυτό βγαίνει από την αγγλική πατίνα. Εκεί καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται για «εθνική ιδιοκτησία», αλλά για ουσία τόπου: η ύλη συναντά το φως που την ανάθρεψε.
Ένα από τα σπουδαιότερα προτερήματα της ταινίας είναι ότι δεν προσεγγίζει το θέμα του με φόρτιση, κυρίως απέναντι στους ανθρώπους του Βρετανικού Μουσείου. Ο σκηνοθέτης τους αναγνωρίζει γενναιοδωρία, διαθεσιμότητα, φροντίδα και το κάνει από πρώτο χέρι. Την περίοδο των γυρισμάτων, ο ίδιος έδινε μάχη με καρκίνο τελικού σταδίου. Η εικόνα του να περπατά στις αίθουσες, αδύνατος από τη χημειοθεραπεία, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, λειτουργεί σαν αντι-μανιφέστο: το μήνυμα δεν είναι «κάψτε τα μουσεία», αλλά «ξεκλειδώστε τη συνείδησή τους». Το μουσείο, τελικά, είναι οι άνθρωποί του και η ικανότητά τους να κοιτούν κατάματα την Ιστορία.
Πολιτική ωριμότητα και πολιτιστική ενηλικίωση
Η υπόθεση των Γλυπτών δεν είναι ελληνικό αίτημα αλλά ευρωπαϊκό τεστ ευαισθησίας. Η μεταποικιακή συζήτηση γύρω από τα μουσεία δεν αφορά μόνο το ποιος κατέχει τα έργα, αλλά το ποιος ορίζει τη μνήμη. Ο Γουίλκινσον, με νηφαλιότητα που δεν στεγνώνει το συναίσθημα, υποστηρίζει ότι η επιστροφή δεν θα είναι πράξη εθνικισμού, αλλά πράξη πολιτιστικής ενηλικίωσης. Η Ευρώπη κρίνεται όχι από την ικανότητά της να φυλάει, αλλά από την ικανότητά της να επανορθώνει.
Στις σκηνές της Αθήνας, το φως γράφει με τη δική του ορθογραφία. Ο Παρθενώνας δεν προβάλλεται σαν καρτ-ποστάλ, αλλά σαν ρυθμός που επιμένει μέσα στο χάος της πόλης. Ο θεατής βλέπει κυριολεκτικά τι σημαίνει συμφραζόμενο: πώς μια ζωφόρος «ακούγεται» αλλιώς όταν, πίσω της, στέκει το ίδιο το μνημείο∙ πώς το μάρμαρο ανασαίνει όταν βρίσκει το κλίμα του. Είναι ο πιο ισχυρός, μη λεκτικός αντίλογος σε κάθε πρόταση «ψηφιακής υποκατάστασης».
Το ιδιωτικό γίνεται καθολικό
Το The Marbles είναι και ένα έργο προσωπικής αντοχής. Ο Γουίλκινσον μιλά ανοιχτά για την ασθένειά του, για το πώς η δουλειά έγινε θεραπεία μέσα στην πιο σκοτεινή περίοδο. Δεν εργαλειοποιεί το βίωμα∙ το καταθέτει για να εξηγήσει τον τόνο της ταινίας: όχι μνησικακία, αλλά αποκατάσταση. Όταν, σε ένα στιγμιότυπο, βγαίνει από το Βρετανικό Μουσείο και «χάνεται» στο φως της μέρας, ο θεατής δεν βλέπει έναν θριαμβευτή, αλλά έναν άνθρωπο που ολοκλήρωσε το χρέος του.
Το The Marbles βάζει τάξη χωρίς να κουνά δάχτυλο. Όταν μιλά για τον Έλγιν, το κάνει με τη νηφαλιότητα του φακού. Όταν δίνει χώρο στους υπερασπιστές της παραμονής, δεν τους γελοιοποιεί. Έτσι μένει αξιόπιστο.
«Αυτό θα συμβεί μόνο υπό μια κυβέρνηση των Εργατικών», λέει σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης, απαντώντας στην ερώτηση για τις συνθήκες επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα. «Αν εκλεγεί ο Νάιτζελ Φάρατζ, τότε δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γίνει. Πιστεύω ότι, στο τέλος της ημέρας, το αγγλικό κατεστημένο – ούτε καν θα το αποκαλέσω βρετανικό- δεν του αρέσει να φαίνεται πως εκφοβίζει. Κι όμως, στην ιστορία μας υπήρξαμε πολλές φορές οι νταήδες. Δεν μας αρέσει όμως να φαινόμαστε ότι κάνουμε το λάθος, όλη αυτή η ρητορική του κρίκετ για το “παίζουμε τίμια”. Όταν βλέπεις άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία, να παίρνουν πρωτοβουλία στο ζήτημα, και θα έβαζα τη Σκωτία ακόμη πιο μπροστά, τότε έρχεται η αμηχανία και το ερώτημα γίνεται: θέλεις να είσαι ο τελευταίος που θα μείνει όρθιος;»
Στο τέλος μένει μια καθαρή πρόταση προς όλους πολιτικούς, επιμελητές, πολίτες: αν τα μουσεία είναι «καθολικά», η καθολικότητα κρίνεται από την ικανότητά τους να διορθώνουν την Ιστορία, όχι να την παρατείνουν. Αν η Ευρώπη θέλει πράγματι να σταθεί απέναντι στο παρελθόν της με εντιμότητα, η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι το σωστό σημείο εκκίνησης. Όχι επειδή «ανήκουν στην Ελλάδα», αλλά επειδή εδώ –και μόνο εδώ– ξαναβρίσκουν φωνή.
Ή, όπως το συνοψίζει ο Μπράιαν Κοξ, χωρίς φιλοσοφικά παραφερνάλια: «Αφήστε τα να φύγουν».
Info: Το ντοκιμαντέρ The Marbles του David Wilkinson προβάλλεται στις βρετανικές αίθουσες από 7 Νοεμβρίου.